Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΠΟΡΕΑ ΠΕΡΙ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.

ΟΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰ., ὁ Μόδεστος Ἱεροσολύμων (†634) ἔγραφε: Ἄφατος καὶ πανίερος γνῶσις τῶν σεπτῶν ἑορτῶν τῆς Θεομήτορος Χριστοῦ· ἐπεὶ καὶ τὸ μυστήριον ὑπερένδοξον, καὶ πάσαις οὐρανίαις δυνάμεσι καὶ βροτοῖς ἀκατάληπτον· καὶ πολυποίκιλος ὁ τῆς σοφίας λόγος κἄν ἀπορῇ πρὸς ἔπαινον ἐπαξίως τοῦ θαύματος, τοῦ πᾶσαν γνῶσιν νοερᾶς τε καὶ λογικῆς κτίσεως ὑπερβαίνοντα (1). Στὸ κείμενο αὐτὸ (ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα θεομητορικὰ ἐγκώμια) ἀνακεφαλαιώνεται μὲ ἐξαιρετικὴ σαφήνεια τὸ πλαίσιο τῆς θεολογικῆς σπουδῆς τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν: ἡ γνώση τους συνιστᾶ μία μυστηριακὴ διαδικασία, ἀντίστοιχη τοῦ περιεχομένου τους, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ «ἀκατάληπτο»- τόσο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ὅσο καὶ γιὰ τὶς οὐράνιες δυνάμεις- μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Οὐδεμία θεολογικὴ ἔρευνα περὶ τὴν ἱστορία καὶ τὶς ἐπιμέρους τελετουργικὲς πτυχὲς τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ παραβλέποντας τὸ πλαίσιο αὐτὸ τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας.


(α) Πηγὲς περὶ τοῦ βίου τῆς Θεοτόκου


Στὰ Εὐαγγέλια ἐλλείπουν πληροφορίες περὶ τῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὸν Κύριο. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ Θεοτόκο, περὶ τῆς ὁποίας οἱ πληροφορίες τῶν Εὐαγγελίων εἶναι πενιχρότατες
(2). Παρὰ ταῦτα, ἡ μεγάλη θέση τῆς Θεοτόκου στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας ὤθησε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μελετήσουν, ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια, τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βίο της(3). Ἔτσι, δημιουργήθηκαν ἀπόκρυφες διηγήσεις, κάποιες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὀνομάστηκαν «εὐαγγέλια», καὶ οἱ ὁποῖες ἐστόχευαν νὰ συμπληρώσουν τὰ κενὰ τῶν κανονικῶν Εὐαγγελίων τόσο περὶ τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ, ὅσο καὶ περὶ τῆς Θεοτόκου. Οἱ ἀπόκρυφες αὐτὲς διηγήσεις διεσώθησαν στὴν Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὸ ἑορτολόγιο, τὴν ἁγιογραφία καὶ τὴν ὑμνογραφία.

Ἡ σημαντικότερη ἀπόκρυφη πηγὴ περὶ τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν εἶναι τὸ «Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου»
(4), στὸ τέλος τοῦ ὁποίου καταχωρίζεται μαρτυρία, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ νὰ περιβάλει τὴν ὅλη διήγηση μὲ τὸ κῦρος Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου(5). Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος δὲν εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ κειμένου, ἄν καὶ ὁ Ὠριγένης δέχεται τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο(6). Οἱ διάφορες μελέτες χρονολογοῦν τὸ κείμενο περὶ τὰ μέσα τοῦ 2ου αἰ.(7). Τὰ 25 κεφάλαια τοῦ Πρωτευαγγελίου διαλαμβάνουν τὰ σχετικὰ μὲ τὴ Γέννηση, τὰ Εἰσόδια καὶ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ καὶ τὰ περὶ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς προσκυνήσεως τῶν Μάγων, τῆς διασώσεως τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων καὶ τῆς θανατώσεως τοῦ Ζαχαρίου ἀπὸ τὸν Ἡρώδη.

Μία ἄλλη ἀπόκρυφη πηγὴ δευτερεύουσας σημασίας εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ψευδο- Ματθαίου, ἔργο τοῦ 4ου-5ου αἰ.
(8), τὸ ὁποῖο περιέχει μὲν στοιχεῖα ἐκ τοῦ Πρωτευαγγελίου, παραθέτει ὅμως καὶ πλῆθος ἀπόκρυφων διηγήσεων, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐλεγχόμενες. Εὐτυχῶς, ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση λειτούργησε κατὰ τρόπο, ὁ ὁποῖος διασφάλιζε τὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν ἀπὸ τὰ ἀναληθῆ καὶ μυθοπλαστικὰ στοιχεῖα τοῦ συγκεκριμένου ἀπόκρυφου εὐαγγελίου.


(β) Ἡ ἐξέλιξη ἕως τῆς ἐμφανίσεως τῶν πρώτων θεομητορικῶν ἑορτῶν


Πρωταρχικὴ εἶναι ἡ ἐπισήμανση ὅτι πρέπει νὰ διακρίνουμε μεταξὺ τιμῆς πρὸς τὴ Θεοτόκο καὶ τελετουργικῆς ἐκδηλώσεως τῆς τιμῆς αὐτῆς (δηλαδὴ δημιουργίας τῆς ἑορτῆς). Ἡ τιμὴ πρὸς τὴ Θεοτόκο εἶναι ἔκδηλη ἤδη ἐντὸς τοῦ κύκλου τῶν ἀποστόλων
(9), οἱ ὁποῖοι εἶναι αὐτόπτες μάρτυρες τῆς σημαντικῆς παρουσίας τῆς Θεοτόκου στὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ της ἤδη ἀπὸ τὴν παρέμβασή της κατὰ τὸ πρῶτο θαῦμα στὴν Κανά. Ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσία τῆς Θεοτόκου ἐντὸς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἐφόσον ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὴ μητέρα Του στὸν Ἰωάννη, εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ ἐνίσχυε τὸ κῦρος της στὴ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος(10).

Ἐφόσον ἡ πρὸς τὴ Θεοτόκο τιμὴ ἦταν ἐξαιρετικὴ καὶ καθολική
(11), ποιοὶ λόγοι ἐπέδρασαν ὥστε νὰ μὴν θεσμοθετηθοῦν ἀπο τὴν πρωτοχριστιανικὴ ἐποχὴ ἑορτὲς πρὸς τιμή της; Ἡ ἀπάντηση εὑρίσκεται πιθανὸν στὸ γεγονὸς τοῦ φόβου τῆς πρώτης Ἐκκλησίας γιὰ τὸ συσχετισμὸ τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν μὲ εἰδωλολατρικές. Γνωρίζουμε, ἐπὶ παραδείγματι, τὴν ὕπαρξη μιᾶς γυναικείας αἱρέσεως στὴν Ἀραβία, τῶν «Κολλυριδιανῶν», τὰ μέλη τῆς ὁποίας παρεσκεύαζαν σὲ ὁρισμένες ἡμέρες τοῦ ἔτους μικροὺς ἄρτους («κολλυρίδας» ἤ «κολλύρια») πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου. Ἡ συνήθεια αὐτὴ προερχόταν ἀπὸ ἀρχαῖο εἰδωλολατρικὸ ἔθιμο, τὸ ὁποῖο περιγράφει ὁ Ἱερεμίας, ὅτι οἱ ἀρχαῖες Χανααναῖες προσέφεραν στὴ «βασίλισσα τῶν οὐρανῶν» τοὺς «χανῶνες»(12). Ὁ Ἐπιφάνιος Σαλαμῖνος πιστοποιεῖ τὴν ὕπαρξη τῆς αἱρέσεως κατὰ τὸν 4ο αἰ.(13), ἐνῶ ἀναφέρεται καὶ στὴν αἵρεση τῶν «Ἀντιδικομαριαμιτῶν»(14), ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ Νεστοριανισμὸ τοῦ 5ου αἰ. εἶχαν δημιουργήσει ἀρνητικὸ κλῖμα γιὰ τὴ δημιουργία θεομητορικῶν ἑορτῶν.

Οἱ μαριολογικὲς αἱρέσεις, ὅμως, ἐλειτούργησαν, τελικῶς, κατὰ τρόπο ἀντίστροφο σὲ σχέση μὲ τὶς εἰδωλολατρικὲς ἑορτές
(15). Ἡ Ἐκκλησία ἐθεώρησε ὅτι ἐπεβάλλετο ἡ ἑορτολογικὴ θεσμοθέτηση τῆς ἤδη ὑπάρχουσας τιμῆς πρὸς τὴ Θεοτόκο. Τοιουτοτρόπως, ἡ δημιουργία τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν ἀπέβη κεντρικὸς σταθμὸς στὴν ἱστορία τῆς θεομητορικῆς θεολογίας(16). Κατ᾿οὐσίαν δὲν ἐπρόκειτο περὶ νέων ἀρτιφανῶν ἑορτῶν, ἀλλὰ περὶ πρωτοχριστιανικῶν, οἱ ὁποῖες ἐκδηλώθηκαν ἐπίσημα περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ.(17). Γι᾿αὐτὸ δὲν ἐκπλησσόμαστε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐμφάνισή τους οἱ θεομητορικὲς ἑορτὲς «ὑπερέβαλαν σὲ ἔνταση, παλμὸ καὶ περιεχόμενο ὅλες τὶς μέχρι τοῦδε ἰσχύουσες ἑορτὲς ἀποστόλων, μαρτύρων, ὁσίων καὶ λοιπῶν ἁγίων»(18).

Ἐδῶ ἀγόμεθα πρὸς τὸ πρῶτο σαφὲς συμπέρασμα: ὅτι μετὰ τὴ Γ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὴν κατοχυρώσασα δογματικῶς τὴν περὶ τῆς Θεοτόκου πίστη τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργήθηκαν οἱ κατάλληλες συνθῆκες ἀναπτύξεως τοῦ θεομητορικοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου
(19), γεγονὸς ποὺ στηρίζεται ἐπὶ τῆς καθολικῆς καὶ ἀμείωτης τιμῆς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων(20). Ὁ 5ος αἰ., ἄλλωστε, εἶναι ἡ περίοδος ἐμφανίσεως τῶν πρώτων ναῶν πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου(21), γεγονὸς τὸ ὁποῖο συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἑορτολογικὴ θεσμοθέτηση τῆς τιμῆς πρὸς τὸ πρόσωπό της.

Θὰ ἀναφερθοῦμε, ἀκολούθως, στὶς τέσσερεις θεομητορικὲς ἑορτὲς (Γενέσιο, Εἰσόδια, Εὐαγγελισμὸς καὶ Κοίμησις), προτάσσοντας τὴν ἑορτὴ τῆς Συλλήψεως. Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο κατ᾿ἀρχὰς ὡς θεομητορική, ἀλλὰ ἐπεκράτησε ὁ χαρακτήρας της ὡς δεσποτικῆς.



(γ) Ἡ ἑορτὴ τῆς Συλλήψεως


Στὶς 9 Δεκεμβρίου ἑορτάζεται ἡ «Σύλληψις τῆς Θεοτόκου» (ἑορτὴ τῆς ἁγίας Ἄννης, μητέρας τῆς Θεοτόκου). Τὸ μηνολόγιο τῆς ἡμέρας ἐκθέτει τὰ ἑορταζόμενα γεγονότα: πρὸς τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, ὁ Θεὸς προεμήνυσε τὴ σύλληψη τῆς ἀγόνου καὶ στείρας, ἵνα βεβαιώσῃ τῆς Παρθένου τὴν γέννησιν. Ὅθεν συνελήφθη ἡ ἁγία παρθένος…ἐξ ἐπαγγελίας μέν, ἐξ ἀνδρὸς δὲ συναφείας
(22). Ἀπὸ τὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ βαρύτητα εὑρίσκεται στὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο θὰ ἐπακολουθήσει καὶ στὸ ὁποῖο εἰσάγει ἡ Σύλληψη: στὴ γέννηση τῆς Παρθένου. Γι᾿αὐτὸ οἱ δύο ἑορτὲς (Σύλληψη καὶ Γενέσιον) εὑρίσκονται σὲ συνάφεια περιεχομένου.

Τὰ αἴτια καὶ οι χρονικοὶ παράμετροι τοῦ ἡμερολογιακοῦ καθορισμοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ διερευνηθοῦν πλήρως. Θὰ ἀναμείνουμε, μᾶλλον, τὰ δεδομένα καθορισμοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), ἐκ τῆς ὁποίας προφανῶς καθορίστηκε ἡ κατὰ ἐννέα μῆνες ἐνωρίτερον (περίοδος κυήσεως) ἡμερομηνία τῆς 9ης Δεκεμβρίου. Οἱ πρῶτες μαρτυρίες τελέσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Συλλήψεως ἀνάγονται στὰ τέλη τοῦ 7ου- ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ.
(23). Ἔκτοτε, ἡ ἑορτὴ διαδόθηκε εὐρύτατα, μὲ ἀποκορύφωμα τὸ 12ο αἰ., ὅταν ἐπὶ αὐτοκράτορος Μανουὴλ Κομνηνοῦ ἔλαβε ἐπίσημο κρατικὸ χαρακτήρα(24).

Τὸ ἀρχαιότερο ἐγκώμιο τῆς ἑορτῆς εἶναι ὁ Λόγος εἰς τὴν Σύλληψιν τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἰωάννου μοναχοῦ καὶ πρεσβυτέρου Εὐβοίας (8ος αἰ.)
(25). Στὸ κείμενο αὐτὸ ἐξιστοροῦνται τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀτεκνία τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, μὲ τὴν ἀπόρριψη τῶν δύο ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ περιβάλλον τους λόγῳ τῆς ἀτεκνίας τους, μὲ τὴ θερμὴ προσευχὴ τοῦ καθενὸς σὲ διαφορετικὸ τόπο, καθὼς καὶ μὲ τὴν πληροφόρηση τοῦ Θεοῦ ὅτι ἡ προσευχή τους εἰσακούστηκε. Ἡ ἐγκωμιαστικὴ Ὁμιλία ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐπισήμανση τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου, ὅτι μετὰ τὴν ἐξαγγελία τοῦ Θεοῦ ἡ Ἄννα συνέλαβε τη Θεοτόκο διὰ τῆς φυσιολογικῆς βιολογικῆς ὁδοῦ. Παρόμοιες πληροφορίες παρέχει στοὺς Λόγους του περὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Συλλήψεως ὁ Γεώργιος Νικομηδείας (†860)(26), καθὼς καὶ ὁ Ἰάκωβος Μοναχὸς (†1099)(27). Τὰ γεγονότα περὶ τῆς Συλλήψεως τῆς Θεοτόκου ἐμπλουτίζει ὁ μοναχὸς Ἐπιφάνιος (†1015), ὁ ὁποῖος ὅμως παραθέτει ἐλεγχόμενες πληροφορίες (ὅπως τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ὀνοματοδοσία τῆς Θεοτόκου κατὰ τὴν ἐξαγγελία τῆς Συλλήψεως)(28).

Ὁ Εὐθύμιος Κωνσταντινουπόλεως (†917) ἀποκαλεῖ τὴν ἑορτὴ τῆς Συλλήψεως ὡς «πρώτη ἀπ᾿ὅλες τὶς ὑπόλοιπες», ὡς «πρόξενο τῆς σωτηρίας» μας καὶ ὡς «πάταξη» τοῦ «ὄφεως», ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀναιρέσεως τῶν ἐπιπτώσεων τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος
(29). Ὁ ἴδιος ἀναφέρεται στὸν ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του ἑορτασμὸ τῆς Συλλήψεως, μαρτυρώντας περὶ «χαριστηρίων φωνῶν» οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπὸ «κατώδυνες καὶ πνευματοφόρες ψυχὲς»(30).


(δ) Ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου


Ἡ κατὰ τὴν 8η Σεπτεμβρίου τελoυμένη ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου μαρτυρεῖται συνοπτικῶς στὸ Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου
(31). Σύμφωνα μὲ παλαιὰ παράδοση, ἡ πατρικὴ οἰκία τῆς Θεοτόκου στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν ὁποία γεννήθηκε, εὑρισκόταν κοντὰ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδά, στὴν πύλη εἰσόδου τῶν ποιμνίων στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου συντελέστηκε τὸ θαῦμα θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ ἀπὸ τὸ Χριστὸ (Ἰω. 5, 1-19). Ἡ παράδοση αὐτὴ εἶναι γνωστὴ καὶ κατὰ τὸν 9ο αἰ., ὅταν ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν μήτηρ Θεοῦ ἐν ἁγίᾳ προβατικῇ(32).

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ., στὸν τόπο τῆς προβατικῆς κολυμβήθρας κτίστηκε μία Ἐκκλησία χωρὶς σχέση μὲ τὴ Θεοτόκο.
(33). Ἕναν αἰώνα ἀργότερα, στὸ ναὸ αὐτὸ ἄρχισε νὰ τιμᾶται τὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου, λόγῳ τῆς ἐγγύτητάς του μὲ τὴν πατρικὴ οἰκία τῆς Θεοτόκου, ὁπότε καὶ μαρτυρεῖται ὡς ναὸς τῆς «κυρίας Θεοτόκου»(34). Ἡ συνάφεια τῆς προβατικῆς κολυμβήθρας μὲ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ἐμπερικλείει καὶ μία μεταφορικὴ ἀναλογία, ἐφόσον ἡ ἐν λόγῳ κολυμβήθρα ἀποτελοῦσε πηγὴ ἰάσεων, ἐνῶ ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς σωτηρίας(35). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱεροσολυμιτικὴ ἔναρξη τῆς ἑορτῆς, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ὁ Κώδικας Τιμίου Σταυροῦ 40 (10ος αἰ.)(36).

Ἡ ἡμερομηνία τῆς 8ης Σεπτεμβρίου δὲν διερευνᾶται εὔκολα. Πρόκειται περὶ ἡμερομηνίας ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ ἤ περὶ συμβολικῆς ἡμερομηνίας, ἡ ὁποία ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους κατὰ μήνα Σεπτέμβριο; Στὴν ἱστορία τῶν ἑορτῶν δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο ἡμερολογιακοῦ καθορισμοῦ ἑορτῶν μὲ ἀφορμὴ κάποια ἡμερομηνία ἐγκαινίων ναοῦ· ἐπὶ τοῦ προκειμένου, ὅμως, ἐλλείπουν παντελῶς σχετικὲς μαρτυρίες. Ἀντιθέτως, ὑπάρχει μαρτυρία Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου (†1220) περὶ τοποθετήσεως τῆς ἑορτῆς στὶς ἀρχὲς Σεπτεμβρίου, ὥστε νὰ εὐλογηθεῖ ὁλόκληρο τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος μὲ τὸ νὰ εἶναι, ἡ Θεοτόκος, ἡ ἀρχὴ (Σεπτέμβριος) καὶ τὸ τέλος (Αὔγουστος, ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως) τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους
(37).

Ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ἡ ἑορτὴ εἰσήχθη στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν 7ο αἰ.
(38). Ἡ πρώτη μαρτυρία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εὑρίσκεται στὸ Πασχάλιο χρονικό(39). Φαίνεται ὅτι εἰσηγητὴς τῆς ἑορτῆς στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπῆρξε ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, ὁ ὁποῖος ἔφθασε ἐκεῖ τὸ 685μ.Χ. προερχόμενος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, τόπο γενέσεως καὶ ἰσχύος τῆς ἑορτῆς(40). Ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἑορτὴ τῆς Ἀνατολῆς, διότι στὴ Δύση ἐπεκράτησε μετὰ ἀπὸ τὸ 10ο αἰ., ἄν καὶ ὁ συριακῆς καταγωγῆς πάπας Σέργιος τὴν εἶχε εἰσαγάγει στὴ Ρώμη περὶ τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία τῆς Ἀνατολῆς, πάντως, ἔδειξε ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον περὶ τῆς ἑορτῆς(41), γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτει ὅτι τὸ Γενέσιο εἶχε λάβει μεγάλες ἑορτολογικὲς διαστάσεις ἤδη καὶ ἐκτὸς Ἱεροσολύμων.

Ὡς πρὸς τὴν ἐπιτέλεση τῆς ἑορτῆς, ὁ μὲν Ἰ.Δαμασκηνὸς ἀναφέρεται σὲ «παγκόσμιο ἑορτασμὸ» μὲ «εὐφροσύνη»
(42), ὁ δὲ ἱ.Φώτιος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἑορτὴ κατέχει «τὰ πρεσβεῖα τιμῆς ἔναντι πάσης ἄλλης»(43). Ὁ Νικήτας Παφλαγὼν ἀναφέρεται στὴν λαμπρότητα ἐπιτελέσεως τῆς ἑορτῆς(44), στὴν ὁποία ἀναφέρεται λεπτομερῶς καὶ ὁ ἁγ.Ν.Καβάσιλας, τονίζοντας ὅτι ἡ πανήγυρις ἐπιτελεῖτο μὲ «πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση»(45).


(ε) Ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων


Τὸ κατὰ τὴν 21η Νοεμβρίου ἑορταζόμενο γεγονὸς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ ναὸ ἀποτελεῖ μία ἀκόμα θεομητορικὴ ἑορτή, ἡ ὁποία ἐμφανίστηκε σταδιακὰ καὶ μέσα ἀπὸ ὁρισμένες συγκυρίες. Τὰ γεγονότα τῆς ἑορτῆς δὲν μαρτυροῦνται στὰ Εὐαγγέλια, μνημονεύει δὲ αὐτὰ τὸ Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου
(46), στὸ ὁποῖο περιγράφεται πῶς ἡ Παρθένος ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸ τρίτο ἔτος τῆς ἡλικίας της στὸ ναό, ὅπου καὶ ἔμεινε ἕως τὸ δωδέκατο ἔτος. Ὅπως διαπιστώθηκε καὶ περὶ τῶν ὑπολοίπων θεομητορικῶν ἑορτῶν, τὰ Εἰσόδια ἦσαν γνωστὰ ὡς γεγονὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση προφανῶς ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, ἑορτὴ ὅμως εἰς ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ δὲν μαρτυρεῖται κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες.

Μία σειρὰ γεγονότων συνεργοῦν στὴ διαμόρφωση τῆς ἑορτῆς. Τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ γεγονὸς εἶναι ἡ ἀνέγερση ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ Α΄ (527-565) στὰ Ἱεροσόλυμα μιᾶς μεγαλοπρεποῦς βασιλικῆς, ἡ ὁποία ἐπονομάστηκε «Νέα Ἐκκλησία» ἤ «Ἁγία Μαρία ἡ Νέα». Ὁ ναὸς αὐτὸς κτίστηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων, πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου «Μορία»
(47). Γνωρίζουμε ὅτι στὶς 20 Νοεμβρίου τοῦ 543 ἐγκαινιάστηκε ἡ «Νέα Ἐκκλησία»(48). Δὲν πρέπει νὰ παραθεωρεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἱεροσολυμιτικὴ Ἐκκλησία ἀπέκτησε ἰδιαίτερη αἴγλη μετὰ τὴν ἀνακήρυξη τῶν Ἱεροσολύμων σὲ Πατριαρχεῖο τὸ 455. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἀκμάζει ὁ παλαιστινὸς μοναχισμὸς (ἅγ.Σάββας, Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, Μέγας Εὐθύμιος), ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀναπτύχθηκε ἰδιαίτερη τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Οἱ παράμετροι αὐτὲς εἶναι σημαντικὲς γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ γεγονὸς ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων.

Ἀρκετοὶ μελετητὲς πιστεύουν ὅτι ἡ ἡμερομηνία τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὸν καθορισμὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων, δεδομένης τῆς γειτνιάσεως τῆς «Νέας Ἐκκλησίας» μὲ τὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ἔλαβαν χώρα τὰ γεγονότα τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου
(49). Ὑπῆρξε συνεορτασμὸς τῶν δύο γεγονότων, ἤ ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων διαδέχθηκε καὶ ὑπεκατέστησε τὴν ἑορταστικὴ ἀνάμνηση τῶν ἐγκαινίων; Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δὲν ὑπάρχει σαφὴς ἀπάντηση.

Γνωρίζουμε ὅτι ὁ ναὸς τῶν Ἱεροσολύμων μετατράπηκε σὲ μουσουλμανικὸ τέμενος ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὸ 638. Ἄς θεωρηθεῖ νόμιμο νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὅταν πλέον παύει νὰ ὑφίσταται κάποιος ναός, τότε χάνεται καὶ ἡ ἀνάμνηση τῶν ἐγκαινίων του. Ἐὰν τὸ ὅλο σκεπτικὸ εὐσταθεῖ, μετὰ τὸ 638 ἐπισυμβαίνει ἡ ὑποκατάσταση τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων, τὰ ὁποῖα (Εἰσόδια) καθορίζονται μία ἡμέρα μετὰ τὴν ἡμερομηνία τῶν ἐγκαινίων (ἑπομένως στὶς 21 Νοεμβρίου)
(50). Πρέπει ἑπομένως νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων ὑφίσταται στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 685, ὅταν ὁ Ἀνδρέας Κρήτης ἐγκαταλείπει τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη(51). Εὔλογο ἐπίσης εἶναι τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἀνδρέας Κρήτης ὑπῆρξε ὁ εἰσηγητὴς τῆς ἑορτῆς στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ δεδομένη μάλιστα τὴν ἐπισήμανση τοῦ Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως (ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰ.) ὅτι ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων ἦταν «ἀρτιύμνητη»(52), δηλαδὴ νεοσύστατη (στὸ Γερμανὸ Κωνσταντινουπόλεως ὀφείλουμε δύο σημαντικοὺς Λόγους στὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων)(53).

Ἡ θεσμοθέτηση μιᾶς ἑορτῆς δὲν συνεπάγεται ταυτοχρόνως καὶ τὴ διάδοση καὶ παγίωσή της στὴν ἑορτολογικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων: ἡ περαιτέρω ἀνάπτυξή της σημειώνεται μετὰ τὸν 9ο αἰ., ἡ δὲ ὁριστικὴ καὶ καθολικὴ ἐπικράτησή της ἐπισυμβαίνει τὸ 12ο αἰ., ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ Α΄Κομνηνὸς (1143- 1180) τὴν καθιερώνει ὡς ἡμέρα ἀργίας.


Στὴ Δύση ἡ θεσμοθέτηση τῆς ἑορτῆς καθυστέρησε ἀκόμα περισσότερο σὲ σχέση μὲ τὴν Ἀνατολή
(54). Ἐμφανίστηκε μὲν μεμονωμένα κατὰ τὸ 10ο καὶ 11ο αἰ., ἡ εἰσαγωγή της ὅμως στὸ ἑορτολόγιο τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιήθηκε τὸ 14ο αἰ. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὁ πρεσβευτὴς τοῦ βασιλέα τῆς Γαλλίας Καρόλου στὴν Κύπρο, ὁ Γάλλος εὐγενὴς Φίλιππος de Mésières, ἄνδρας εὐλαβούμενος ἐξαιρετικὰ τὴ Θεοτόκο καὶ γνώστης τῆς ἀνατολικῆς παραδόσεως περὶ τῆς ἑορτῆς(55), ἐνημέρωσε τόσο τοὺς ἐπισκόπους τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τὸν ἴδιο τὸ βασιλιὰ Κάρολο (στὴν Ἀβινιὸν τῆς Γαλλίας) περὶ τῆς τελέσεως τῆς ἑορτῆς στὴν ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ὁ δὲ Κάρολος εἰσηγήθηκε καὶ ἐπέτυχε τὴν ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΑ΄ (1370-1378) ἐπίσημη θεσμοθέτηση τῆς ἑορτῆς στὴ Δύση. Τὸ 1372 ἑορτάστηκαν ἐπισήμως γιὰ πρώτη φορὰ στὴ δυτικὴ Ἐκκλησία τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.

Περὶ τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Εἰσοδίων, ὁ Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως σημειώνει ὅτι ἐλάμβανε χώρα «μελωδικὴ πανήγυρις»
(56), ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ὅτι «ἀνάβονταν οἱ λαμπάδες τῆς φιλανθρωπίας»(57) (προφανῶς ἀναφέρεται σὲ φιλανθρωπίες κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς), ὁ δὲ Γερμανὸς Α΄Κωνσταντινουπόλεως ὅτι οἱ μετέχοντες τοῦ ἑορτασμοῦ πανηγυρίζουν «δι᾿ἐφυμνίων» καὶ «ἀκόρεστης πανδαισίας», διὰ «μουσικῶν ὀργάνων» καὶ «εὔηχων κυμβάλων»(58).

Ἄν καὶ ἀτελὴς ἀκόμα (κατὰ τὸν 8ο αἰ.) ὁ ἑορτασμὸς τῶν Εἰσοδίων, περιγράφεται ὅμως ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄τὸν σοφὸ ὡς παροχὴ πνευματικῶν δωρεῶν στοὺς μετέχοντες: Πάντως δὲ οὐκ ἀκερδὴς ἡμῖν ἔσται ἡ ἐπιχείρησις· ἀλλ᾿οἷς ταύτῃ δόξης εὐπορήσει, καὶ πρὸς ἡμᾶς τὰ ἐκεῖθεν σεμνὰ διακομισθήσεται. Οἷς αὕτη ὡς πολύτιμον δῶρον ἐκλέγεται, τῆς ἐπ᾿αὐτῷ κερδανοῦμεν φιλοτιμίας
(59).


(στ) Ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ


Ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὶς 25 Μαρτίου εἶναι ἡ μόνη θεομητορική, τὰ γεγονότα τῆς ὁποίας μαρτυροῦνται ἀπὸ βιβλικὸ κείμενο (Λκ. Α΄, 26-38), συγχρόνως δὲ ἀπὸ τὴν ἀπόκρυφη πηγὴ τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου
(60). Θὰ διερευνήσουμε δύο παραμέτρους τῆς ἑορτῆς: τὴν ἐποχὴ συστάσεώς της καὶ τὴν αἰτία καθορισμοῦ στὶς 25 Μαρτίου.


(i) Ὁ Εὐαγγελισμὸς
(61) ἀποτελεῖ τὸ σωτηριῶδες γεγονὸς τῆς ἀναγγελίας καὶ συλλήψεως τοῦ Κυρίου. Εἶναι σφάλμα νὰ ταυτίζουμε τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ τὴν ἑορτή. Ἡ διήγηση τοῦ κατὰ Λουκᾶν εἶναι παρούσα στὰ ἀρχαιότερα Σύμβολα τῆς πίστεως (ἤδη ἀπὸ τὸ 2ο αἰ.), καθὼς καὶ στὶς παλαιοχριστιανικὲς παραδόσεις, σὲ ἐποχή, ὅμως, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑφίσταται ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ(62). Ἀποτελεῖ, ἄλλωστε, κανόνα τῆς ἱστορίας τῶν ἑορτῶν ἡ ὕπαρξη ἑνὸς ἱεροῦ γεγονότος στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς νὰ συνοδεύεται ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὴν ἑορτολογικὴ θεσμοθέτηση.

Σύνηθες, ἐπίσης, φαινόμενο στὴν ἑορτολογία ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς προελεύσεως μιᾶς ἑορτῆς ἀπὸ τὴν ὕπαρξη ναοῦ σχετικοῦ μὲ τὰ γεγονότα τῆς ἑορτῆς. Γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἁγ. Ἐλένη εἶχε ἀνεγείρει βασιλικὴ στὴ Ναζαρέτ, ἐκεῖ ὅπου κατὰ τὴν παράδοση βρισκόταν ὁ οἶκος στὸν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε ὁ Εὐαγγελισμός
(63). Εἶναι προφανὲς ὅτι περὶ τὸ ναὸ αὐτὸ θὰ εἶχε διαμορφωθεῖ κάποια τιμὴ πρὸς τὴ Θεοτόκο καὶ τὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ ὁποία (τιμὴ) ὅμως δὲν συνιστοῦσε θεσμοθετημένη ἡμερολογιακῶς ἑορτή, ὁπωσδήποτε δὲ ἡ ὕπαρξή της θὰ ἐξαντλεῖτο στὰ ὅρια τῆς πόλεως. Ἄν ὄχι γιὰ τὸ συγκεκριμένο τόπο, φαίνεται πάντως ὅτι στὴ Ναζαρὲτ ὑφίστατο τιμὴ πρὸς τὴ Θεοτόκο, ὅπως ἀπέδειξαν οἱ ἀνασκαφὲς στὰ θεμέλια τῆς βυζαντινῆς βασιλικῆς, ὅπου ἀνακαλύφθηκε στήλη ἐπὶ τῆς ὁποίας ἦσαν χαραγμένες οἱ λέξεις «χαῖρε Μαρία»(64).

Ἐφόσον οἱ ἐξελίξεις αὐτὲς ἐπισυμβαίνουν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 4ου αἰ., τὸ ἐνδιαφέρον μας στρέφεται πρὸς τὴ μοναδικὴ πηγὴ τοῦ τέλους τοῦ 4ου αἰ., στὴν ὁποία καταγράφονται ἑορτὲς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ, εὐρύτερα τῆς χριστιανικῆς Παλαιστίνης: τὸ Ὁδοιπορικὸ τῆς Αἰθερίας. Ἡ προσκυνήτρια Αἰθερία καταγράφει ἀναλυτικότατα ἑορτὲς καὶ ἀκολουθίες. Ἐὰν ἡ περὶ τὴ βασιλικὴ τῆς Ναζαρὲτ τιμὴ τῆς Θεοτόκου εἶχε θεσμοθετηθεῖ ἡμερολογιακῶς, ἡ Αἰθερία θὰ ἀναφερόταν ὁπωσδήποτε. Ὅπως, ὅμως, προαναφέρθηκε, ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς Αἰθερίας ἐλλείπει τὸ τμῆμα τῆς πρὸ τῶν Χριστουγέννων περιόδου.


Θα μποροῦσε νὰ ὑπάρχει κατὰ τὸ ἐν λόγῳ τμῆμα κάποια ἑορτὴ τιμῆς τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου; Σὲ παρόμοια ὑποψία μᾶς εἰσάγει ὁ Θεόδωρος Πέτρας, ὁ ὁποῖος βιογράφοντας περὶ τὸ 530 τὸν Θεοδόσιο Κοινοβιάρχη ἀναφέρει ὅτι, κατὰ περίοδον, ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ, τῆς Θεοτόκου μνήμην ἐπιτελοῦμεν
(65), ἀναφερόμενος ἐμμέσως σὲ Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα(66). Ἡ μαρτυρία αὐτὴ ὁδήγησε κάποιους νὰ ὑποστηρίξουν- ὄχι χωρὶς ἐρείσματα- ὅτι ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὡς τιμὴ τοῦ γεγονότος τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ, ἦταν συνυφασμένη μὲ τὴ Γέννησή του, προφανῶς δὲ ἡ ἀπὸ τοῦ 4ου αἰ. καὶ ἐκ τῆς βασιλικῆς τῆς Ναζαρὲτ προελθούσα τιμὴ τῆς Θεοτόκου θὰ πρέπει νὰ συνυφαίνεται μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων(67), χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀκριβὴ ἐπιτέλεσή της (ἐὰν δηλαδὴ ἐτελεῖτο πρὸ ἤ μετὰ τὰ Χριστούγεννα).

Μελετώντας τὶς ἑορτὲς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας μετὰ ἀπὸ τὸν 4ο αἰ., ὁ A.Baumstark ἀποδεικνύει ὅτι ἐκεῖ ὑφίστατο ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ πρὸ τῶν Χριστουγέννων
(68). Ἡ Ἀντιόχεια ἐδέχετο τὴν ἄμεση ἐπίδραση ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ὡς πρὸς τὴ Λατρεία. Θὰ ἦταν, ἑπομένως, ἀπολύτως νόμιμο νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ παλαιότερος ἑορτασμὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὸ περιβάλλον τῆς Παλαιστίνης τοποθετεῖται κατὰ τὴν πρὸ τῶν Χριστουγέννων περίοδο. Ὁ M.Jugie ἀπέδειξε ὅτι τὸ ἴδιο ἴσχυε στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ. στὴν Κωνσταντινούπολη(69), ἐνῶ τὸ ἴδιο διαπιστώνουμε σὲ μεταγενέστερα ἑορτολόγια τῆς Δύσεως (ὅπως τὸ Μοζαραβικὸ καὶ τὸ Ἀμβροσιανὸ), σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοποθετεῖται στὶς 18 Δεκεμβρίου(70).

Περὶ τοῦ θέματος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κατὰ τὴν πρὸ τῶν Χριστουγέννων περίοδο θὰ πρέπει νὰ ἀξιολογηθοῦν δύο ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες θεομητορικὲς Ὁμιλίες ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ἀμφότερες τοῦ 5ου αἰ.: πρόκειται περὶ τῆς Ὁμιλίας Εἰς τὴν ἁγίαν Μαρίαν τὴν Θεοτόκον τοῦ ἱεροσολυμίτη πρεσβυτέρου Χρυσίππου
(71) (†πρῶτο ἥμισυ 5ου αἰ.) καθὼς καὶ περὶ τῆς ἀντίστοιχης Εἰς τὴν ἁγίαν Μαρίαν τὴν Θεοτόκον καὶ εἰς τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τοῦ Θεοδότου Ἀγκύρας (†438-446)(72). Ὁ ἐν λόγῳ Θεόδοτος ὑπῆρξε ἐξέχον μέλος τῆς Γ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἑπομένως ἐκ τῶν Πατέρων οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν περὶ Θεοτόκου ὀρθόδοξη διδασκαλία. Στὴν Ὁμιλία του μᾶς προϊδεάζει ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο περὶ συναφείας κάποιων γεγονότων περὶ τὴν «ἁγία Μαρία» (ἐπεξηγεῖ σαφῶς ὅτι πρόκειται περὶ τῶν γεγονότων τοῦ Εὐαγγελισμοῦ) καὶ τοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς, ἑπομένως, νὰ παρέχει πληροφορίες γιὰ ἰδιαίτερη ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὑποδηλώνει ὅτι τὰ δύο γεγονότα (Εὐαγγελισμὸς καὶ Χριστούγεννα) ἑορτάζονταν μὲ χρονικὴ ἐγγύτητα.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Χρύσιππος συνδέει τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὲ τὰ Χριστούγεννα, τὰ ὁποῖα θεωρεῖ ὡς τὸν κατάλληλο χρόνο συνάφειας μὲ τὰ γεγονότα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
(73). Μαζὶ μὲ τὸ Θεόδοτο Ἀγκύρας ἀπηχοῦν τὴν παλαιὰ παράδοση περὶ ἑορτασμοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ σὲ συνάφεια μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ (Εὐαγγελισμὸς) καὶ ἡ Γέννησή Του συνδέονταν ὡς δύο ἀλληλοδιάδοχα γεγονότα. Καὶ ἐνῶ ἡ λογικὴ θὰ τοποθετοῦσε τὴ σύλληψη ἐννέα μῆνες πρὸ τῆς Γεννήσεως, αὐτὸ φαίνεται ὅτι δὲν ἴσχυε κατὰ τὰ πρῶτα στάδια ἐπιτελέσεως τῆς ἑορτῆς, ἀλλὰ ἀπετέλεσε μεταγενέστερη ἑορτολογικὴ παράμετρο.

Τὰ συμπεράσματα περὶ ἑνὸς ἑορτασμοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κατὰ τὴν πρὸ τῶν Χριστουγέννων περίοδο διαρκοῦντος τοῦ 4ου-5ου αἰ. ἀμφισβήτησε ὁ Dom Cabrol. Παρατηρώντας τὴν ἀναφορὰ τοῦ Ὁδοιπορικοῦ τῆς Αἰθερίας (τέλη 4ου αἰ.) σὲ τέλεση Λειτουργίας στὴ Βηθλεὲμ- καὶ συγκεκριμένα στὸ σπήλαιο τῆς Γεννήσεως- κατὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ἀναλήψεως, διετύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι ἐπρόκειτο περὶ συνεορτασμοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, μὴ μαρτυρουμένου κατὰ τρόπο ἄμεσο ὑπὸ τῆς Αἰθερίας
(74). Τὸ συμπέρασμα τοῦ Cabrol στερεῖται τεκμηριώσεως, πολὺ περισσότερο ἐφόσον ἡ Αἰθερία δὲν συνηθίζει νὰ ἀποκρύπτει ἑορτὲς καὶ ἀκολουθίες, οἱ ὁποῖες ὑφίσταντο. Πουθενά, ἄλλωστε, κατὰ τοὺς 4ο καὶ 5ο αἰ. δὲν μαρτυρεῖται ἑορτασμὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὴν περίοδο τῆς ἀνοίξεως (περίπου τότε τοποθετεῖται ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως), παρὰ μόνο στὴν ἑορτολογικὴ παράδοση τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὀνομάζεται «Ἀβεδούκ» καὶ τελεῖται στὶς 7 Ἀπριλίου, ἐννέα μῆνες δηλαδὴ πρὸ τῶν Θεοφανείων (ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἀρμενικὴ παράδοση)(75).

Ἐὰν ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι, στὸν 51ο κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας (4ος αἰ./ ἀπαγορεύεται ἡ τέλεση Θείας Λειτουργίας κατὰ τὴ Μ.Τεσσαρακοστὴ σὲ ἡμέρες ἑορτῶν, πλὴν Σαββάτου καὶ Κυριακῆς)
(76) δὲν μνημονεύεται ὁ Εὐαγγελισμός, ἐνῶ στὸν 52ο τῆς ἐν Τρούλλῳ (692) καθορίζεται ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν τελεῖται Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων(77), συμπεραίνουμε ὅτι ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ θεσμοθετήθηκε στὸ χρονικὸ διάστημα μεταξὺ τῶν δύο Συνόδων(78). Δὲν συμμεριζόμαστε τὴ βεβαιότητα τοῦ Β.Στεφανίδη ὅτι, «ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπαντᾶ κατὰ τὴν 6η ἑκατονταετηρίδα στὴν Ἀνατολή, σύμφωνα μὲ τὸ σχετικὸ ἐγκώμιο τοῦ Ἀβραὰμ Ἐφέσου»(79).

Ὁ Ἀβράμιος Ἐφέσου γράφει περὶ τὸ 530-560, ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι πρὸ αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει κάποιος συγγραφέας περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
(80). Ὁ Ἀβράμιος, ὅμως, ἔζησε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ ἐξεφώνησε τὴ σχετικὴ Ὁμιλία του στὸν Εὐαγγελισμό. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει συγκεκριμένο ἱδρυτὴ σὲ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμή, ἐφόσον κατὰ τὰ φαινόμενα ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα «ἱστορικῶν διεργασιῶν».

Ἡ σαφὴς μαρτυρία- καὶ συγχρόνως ἡ πρώτη χρονολογικὰ- περὶ ἑορτασμοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὴν 25η Μαρτίου παρέχεται ἀπὸ τὸ Πασχάλιο Χρονικὸ (624), ὅπου μνημονεύεται σύσταση ἀπὸ τοὺς «ἅγιους Πατέρες»
(81). Γι᾿αὐτὸ εἶναι ὀρθὴ ἡ ἐπισήμανση τοῦ Δ.Μωραΐτη ὅτι ὑπῆρξε σταδιακὴ διαμόρφωση τῆς ἑορτῆς ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰ.(82), γεγονὸς τὸ ὁποῖο δικαιολογεῖ τὴ μαρτυρία τοῦ Χρονικοῦ περὶ συστάσεως τῆς ἑορτῆς ἀπὸ ποικίλους ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες. Ἐὰν στὰ δεδομένα αὐτὰ προσθέσουμε τὴν παρατήρηση τοῦ Ἰ.Καλογήρου ὅτι, «ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ σχετίζεται μὲ τὴν ἐκ τοῦ περιεχομένου αὐτῆς προέλευση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, διὰ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ σχετικοῦ κοντακίου τοῦ Ρωμανοῦ Μελωδοῦ»(83), θέση τὴν ὁποία ἐπιβεβαιώνει ἡ ἐξειδικευμένη μελέτη τοῦ Fletcher(84), θὰ πρέπει νὰ δεχθοῦμε τὴ θεσμοθέτηση τῆς ἑορτῆς κατὰ τὴν 25η Μαρτίου στὸ μεταίχμιο 6ου-7ου αἰ.

(ii) Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι, ὅταν ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐμφανίζεται στὴ Ρώμη περὶ τὸν 7ο αἰ.
(85), λαμβάνει τὸν τίτλο «Annunciatio Domini» («ἀναγγελία τοῦ Κυρίου»)(86). Ὁ τίτλος αὐτὸς εἶναι ἐνδεικτικὸς τοῦ περιεχομένου τῆς ἑορτῆς, ὅτι δηλαδὴ ἑορτάζεται ἡ σύλληψη τοῦ Κυρίου, ἡ ἀναγγελία τῆς μετὰ ἐννεάμηνο Γεννήσεώς Του.

Ἐπισημάναμε τὴν παραπάνω διάσταση διότι ἀποτελεῖ τὴν αἰτία καθορισμοῦ τῆς 25ης Μαρτίου ὡς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Εὔλογο εἶναι, ἑπομένως, τὸ συμπέρασμα ὅτι, μετὰ τὸν κατὰ τὰ τέλη του 4ου αἰ. καθορισμὸ τῶν Χριστουγέννων τὴν 25η Δεκεμβρίου ὑπολογίστηκε ἡ κατὰ ἐννέα μῆνες ἐνωρίτερον σύλληψις τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ὁ Εὐαγγελισμός. Οὐδόλως, ἑπομένως, ἐπλησσόμαστε ἀπὸ τὴ μαρτυρία τοῦ Αὐγουστίνου στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ. ὅτι ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐτελεῖτο στὶς 8 Ἀπριλίου τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου (25η Μαρτίου τοῦ Γρηγοριανοῦ)
(87). Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ ἡμερολογιακὸς καθορισμὸς εἶχε ἀρχίσει νὰ παγιώνεται, ἐνῶ ἀκόμα δὲν εἶχε διαδοθεῖ ὁ ἑορτασμός(88).

Μιὰ ἄλλη ἑρμηνευτικὴ τῆς 25ης Μαρτίου παράδοση εἶναι τὸ θέμα τῆς συλλήψεως τοῦ Προδρόμου. Ὁ πατέρας τοῦ Προδρόμου, ὁ Ζαχαρίας, εἶσῆλθε στὰ ἅγια τῶν ἁγίων κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας. Ἦταν τότε ἡ μοναδικὴ περίπτωση εἰσόδου στὰ ἄδυτα τοῦ ναοῦ, τοῦτο δὲ συνέβαινε κατὰ μῆνα Ὀκτώβριο. Ἐφόσον, ἑπομένως, ἡ σύλληψη τοῦ Προδρόμου ἐπισυμβαίνει κατὰ μῆνα Ὀκτώβριο, ὁ δὲ Πρόδρομος εἶναι ἕξι μῆνες μεγαλύτερος τοῦ Χριστοῦ, τὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοποθετεῖται κατὰ μῆνα Μάρτιο
(89). Ὁ Ἀβράμιος Ἐφέσου σημειώνει ὅτι, κατὰ τὰ τέλη τοῦ Σεπτεμβρίου πραγματοποιεῖτο στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων «ἐναλλαγὴ ἐφημερίας», γιὰ τὸ λόγο δὲ αὐτὸ ὁ Ζαχαρίας εὑρίσκετο στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Ὁ Ἀβράμιος σχολιάζει τὴ φράση τοῦ ἀγγέλου πρὸς τὴ Θεοτόκο κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ «Καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στεῖρᾳ» (ἀφορᾶ στὴν Ἐλισάβετ), καταλήγοντας: Ἀρίθμησον οὖν φιλομαθέστατε, ἐκ τοῦ Ὀκτωβρίου μηνὸς ἄχρι τοῦ Μαρτίου καὶ αὐτοῦ, καὶ εὑρήσεις τῶν ἕξ μηνῶν τὸν χρόνον συμπεραιούμενον(90).

Ἄς σημειωθοῦν δύο ἀκόμα ἑρμηνεῖες: (α) Σύμφωνα μὲ ἀπόκρυφη παράδοση ὁ Κύριος ἀπέθανε τὴν 25η Μαρτίου, ἐπειδὴ δὲ ὑπῆρχε ἡ παράδοση περὶ τοῦ «τελείου βίου» τοῦ Κυρίου (δηλαδὴ περὶ τοῦ ὅ,τι ἀπέθανε τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία συνελήφθη), καθορίστηκε ἡ 25η Μαρτίου καὶ ὡς ἡμερομηνία συλλήψεως
(91). (β) Κάποια ἄλλη ἀπόκρυφη παράδοση ἐθεωροῦσε τὴν 25η Μαρτίου ὡς τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ κόσμου. Συνέπεια τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἦταν ἡ θεώρηση τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου ὡς συμπίπτουσα μὲ τὴν πρώτη αὐτὴ ἡμέρα ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας(92). Στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰ., ὁ Ἀναστάσιος Ἀντιοχείας σημειώνει ὅτι, ἡ περίοδος αὐτὴ τοῦ τέλους τοῦ Μαρτίου εἶναι χαρακτηριστικὴ τῆς ἀναγεννήσεως τῆς φύσεως, προσθέτει δὲ ὅτι κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν κόσμο. Γι᾿αὐτό, καταλήγει ὁ Ἀναστάσιος, ὁ Θεὸς συλλαμβάνει στὴ μήτρα τῆς Θεοτόκου τὴν ἡμερομηνία αὐτή, ὡς δεύτερος Ἀδὰμ λαμβάνων σάρκα τὴν ἴδια ἐποχὴ μὲ τὸν πρῶτο Ἀδάμ(93).


(ζ) Ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως


(i) Τὸ εἰσαγωγικὸ θέμα σχετικὰ μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι τὸ τῶν πηγῶν. Ὑπάρχουν τρεῖς σχετικὲς ἀπόκρυφες διηγήσεις.


Ἡ πρώτη φέρει τὸν τίτλο «De transitu beatae Mariae virginis» (περὶ μεταστάσεως τῆς μακαρίας Παρθένου Μαρίας), χρονολογεῖται περὶ τὸν 5ο αἰ. καὶ εἶναι λατινικὴ μετάφραση παλαιοτέρου ἀπολεσθέντος ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου
(94). Περὶ τὸν 6ο αἰ. χρονολογεῖται ἡ λατινικὴ μετάφραση ἑνὸς ἄλλου περὶ τὴν Κοίμηση ἀπόκρυφου κειμένου ὑπὸ τὸν τίτλο «Joannis liber de Dormitione Mariae» (βίβλος Ἰωάννου περὶ τῆς κοιμήσεως τῆς Μαρίας)(95). Μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ συριακοῦ πρωτοτύπου τοῦ ἐν λόγῳ ἀποκρύφου ὑπὸ τοῦ W.Wright(96) ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι, ἡ λατινικὴ μετάφραση τοῦ «Transitus» ἀποτελεῖ ἐλεύθερη ἀπόδοση τοῦ συριακοῦ «Joannis liber...». Ἡ τρίτη ἀπόκρυφη διήγηση ἔχει ἐπονομαστεῖ ὡς «Εὐθυμιακὴ ἱστορία» καὶ διασώθηκε στὸ Β΄Λόγο τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ στὴν Κοίμηση(97). Ἡ διήγηση αὐτὴ ἔχει, μὲν, δανειστεῖ στοιχεῖα ἐκ τῆς «Transitus», περιέχει ὅμως καὶ ἄλλα ἐξαιρετικῶς ἄτοπα καὶ ἐλεγχόμενα (ὅπως τὸ αἴτημα τῆς Πουλχερίας- 5ος αἰ.- περὶ μεταφορᾶς στὴν Κωνσταντινούπολη τοῦ λειψάνου τῆς Θεοτόκου!), τὰ ὁποῖα τὴν καθιστοῦν «διπλὰ ἀπόκρυφη»(98). Ἡ ἐπιβίωση τῆς «Εὐθυμιακῆς ἱστορίας» ἕως τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαμασκηνοῦ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐπισήμανση ὅτι, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου εἶχε μεγάλη σημασία γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐπεξεργσία της σὲ διάφορες ἀπόκρυφες παραδόσεις.

Οἱ παραδόσεις αὐτές, ὅμως, δὲν σχετίζονται μὲ τὴ διαδικασία ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς
(99). Τὸ ἐνδιαφέρον τῆς μελέτης περὶ τοῦ θέματος τῆς ἐμφανίσεως πρέπει νὰ ἐπικεντρωθεῖ στὴν παράδοση περὶ τοῦ τόπου Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἐφόσον εἶναι εὔλογο οἱ τοποθεσίες αὐτὲς νὰ ἀπετέλεσαν τὸ λίκνο ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς(100). Ἡ παράδοση περὶ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν οἰκία της στὰ Ἱεροσόλυμα(101) καὶ ταφῆς της στὴν ἴδια πόλη ἀναφαίνεται περὶ τὸν 5ο αἰ.(102) καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ μαρτυρίες Ὁδοιπορικῶν τοῦ 6ου αἰ.(103). Ὁ Σοφρώνιος Ἱεροσολύμων (7ος αἰ.) μνημονεύει τὴν ὕπαρξη τάφου τῆς Θεοτόκου στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ τιμᾶ τὴ Θεοτόκο(104). Ἡ παράδοση τῆς «Dormitio hierosolymitana» (Κοιμήσεως στὰ Ἱεροσόλυμα), ὅπως ἀναφέρεται στὸ «Breviarius de Hierosolyma» τοῦ 6ου αἰ.(105), φαίνεται νὰ κατέχει τὴν αἴγλη τῆς ἱστορικότητας(106), πρὸς αὐτὴ δὲ προσανατολίζονται σημαντικὲς ἔρευνες περὶ τοῦ τάφου τῆς Θεοτόκου(107).

Ὁλιγότερα ἐρείσματα ἀληθείας ἔχει ἡ παράδοση περὶ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν Ἔφεσο καὶ, μάλιστα στὴν οἰκία ποὺ εἶχε οἰκοδομήσει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης
(108), μὲ δεδομένο μάλιστα ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς μετακινήθηκε στὴν Ἔφεσο κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 1ου αἰ., σὲ χρονικὴ περίοδο ποὺ ἀποδυναμώνει τὴν περίπτωση μετακινήσεως καὶ τῆς Θεοτόκου στὴν Ἔφεσο. Σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία αὐτὴ ποὺ συνεκίνησε κυρίως ὅσους διατείνονταν ὅτι ἡ Παναγία δὲν ἐτάφη στὴ Γεθσημανή(109), ὁ τάφος τῆς Θεοτόκου εὑρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Ἐφέσου «Παναγία- Καπούλη» (πόρτες τῆς Παναγίας)(110). Ἄν καὶ ἡ παράδοση περὶ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν Ἔφεσο συντηρήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπόκρυφη γραμματεία, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὸ γεγονὸς συγκλίσεως τῆς Γ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὸ ναὸ τῆς «ἁγίας Μαρίας» στὴν Ἔφεσο(111), ἡ πόλη ὅμως τῶν Ἱεροσολύμων κατέχει τὶς μεγαλύτερες περγαμηνὲς ὥστε νὰ θεωρεῖται ὡς τὸ λίκνο ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως.

Ἡ προετοιμασία ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως στὰ Ἱεροσόλυμα ἔγινε μὲ μία ἑορτὴ γύρω ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Κάθισμα» τῆς Θεοτόκου. Πρόκειται περὶ μιᾶς τοποθεσίας τρία μίλα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, καθ᾿ὁδὸν πρὸς τὴ Βηθλεέμ
(112), ἡ ὁποία συνδέεται μὲ ἀπόκρυφη παράδοση τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου σχετικά μὲ τὴ Θεοτόκο(113). Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης ἀναφέρει ὅτι, κατὰ τὸν 5ο αἰ. στὸ «Κάθισμα» αὐτὸ ἀνοικοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου(114), ὁ δὲ Θεόδωρος Πέτρας (βιογράφος τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου) μαρτυρεῖ περὶ «μνήμης τῆς Θεοτόκου», ἡ ὁποία ἐτελεῖτο «ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ» γύρω ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο ναό(115). Ὁ A.Baumstark ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ ὑποστήριξε ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἑορτὴ ἐτελεῖτο στὶς 13-15 Αὐγούστου, ἄν καὶ τὸ ἑορτολογικό της περιεχόμενο δὲν σχετιζόταν μὲ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ μὲ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ(116).

Οἱ ἑορτολογικὲς ἐξελίξεις ἐμφανίζονται καταιγιστικὲς ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰ., ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανὸς (450-457) ἔκτισε ναὸ πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὴ Γεθσημανή
(117). Τρία ἔτη μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα, τὸ 460, ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ ἑορτασμὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὶς 15 Αὐγούστου καὶ στὸ συγκεκριμένο ναὸ(118) καὶ ἐκτοπίζεται ἡ παλαιὰ θεομητορικὴ ἑορτὴ τοῦ «Καθίσματος»(119). Στὸ σημεῖο αὐτὸ πολύτιμη ἐμφανίζεται ἡ μαρτυρία τοῦ «Γεωργιανοῦ Κανοναρίου», ἑνὸς κειμένου τὸ ὁποῖο καταγράφει τὴν ἱεροσολυμιτικὴ Λατρεία μεταξὺ τοῦ 450 καὶ τοῦ 750(120), καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο στὶς 15 Αὐγούστου «τιμᾶται ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου στὴ Γεθσημανὴ στὸ ναὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαρκιανοῦ («Μαυρικίου» κατὰ γεωργιανὴ παραλλαγὴ(121)(122). Ἡ ἐξέλιξη εἶναι προφανὴς: ἡ παλαιὰ θεομητορικὴ ἑορτὴ τοῦ «Καθίσματος» τῆς Θεοτόκου ἐκτοπίστηκε καὶ τὴ θέση της κατέλαβε στὶς 15 Αὐγούστου ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, ἑνὸς γεγονότος δηλαδὴ καὶ γνωστοῦ καὶ τιμώμενου στὴν Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων, ἄν καὶ δὲν εἶχε ὑπάρξει ἕως τότε συγκεκριμένος ἡμερολογιακὸς καθορισμὸς τοῦ ἑορτασμοῦ.

Ἡ ἐπισημοποίηση τοῦ ἑορτασμοῦ κατὰ τὶς 15 Αὐγούστου στὰ Ἱεροσόλυμα ἐπισυμβαίνει περὶ τὸν 6ο αἰ., διὰ διατάγματος τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602)
(123), τὸ ὁποῖο περιέβαλε μὲ νομικὴ ἰσχὺ μία μακραίωνη θεομητορικὴ παράδοση. Ὁ Μαυρίκιος υἱοθέτησε ἐπισήμως καὶ καθολικῶς τὴν ἱεροσολυμιτικὴ ἡμερομηνία περὶ τῆς «Μνήμης τῆς Θεοτόκου», συνειδητοποιώντας προφανῶς τὴν καθολικὴ εὐλάβεια πρὸς τὸ μνῆμα τῆς Θεοτόκου στὴ Γεθσημανὴ καὶ ὑπὸ τὴν αὔξουσα ἀκτινοβολία τοῦ ἐν λόγῳ προσκυνήματος, ὅπου συνέρρεε πλῆθος προσκυνητῶν. Ὅπως τονίζει τὸν 7ο αἰ. ὁ Ἰωάννης Θεσσαλονίκης, «ὑπῆρχαν κάποιοι τόποι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἑόρταζαν ἀκόμα τὴν ἐτήσια μνήμη τῆς Κοιμήσεως», μεταξὺ δὲ αὐτῶν ὁ Ἰωάννης συγκαταλέγει καὶ τὴ Θεσσαλονίκη(124).

Ἐνδιαφέρουσες εἶναι οἱ μαρτυρίες περὶ τοῦ τρόπου τοῦ ἑορτασμοῦ. Ὁ Ἰ.Δαμασκηνὸς ἀναφέρεται σὲ «παννύχεις στάσεις»
(125), ὑποδηλώνοντας προφανῶς τὴν τέλεση ὁλονύκτιου ἑορτασμοῦ ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῆς Κοιμήσεως. Στὸν τύπο αὐτὸ τῆς ἀκολουθίας ἀναφέρεται ἀναλυτικότερα ὁ Γερμανὸς Α΄Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ περὶ τριῶν παννυχίδων ποὺ προηγοῦντο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως(126). Ἡ πληροφορία αὐτὴ τοῦ Γερμανοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ὑφίστατο τριήμερος ἑορτασμός. Ἐφόσον ἡ συγκεκριμένη τελετουργικὴ πρακτικὴ ἴσχυε γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, θὰ πρέπει νὰ τὴ θεωρήσουμε ὡς διαδεδομένη καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ τριήμερος ἑορτασμὸς ὑποδηλώνει τὴν τελετουργικὴ λαμπρότητα τῆς ἑορτῆς καὶ πιστοποιεῖ τὴ διάδοση καὶ ἑδραίωσή της στὴν ἑορτολογικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.


(η) Ἐπιλεγόμενα


Ἡ μελέτη τῆς γενέσεως, ἐξελίξεως καὶ τελικῆς διαμορφώσεως τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν ὁδηγεῖ στὸ γενικὸ συμπέρασμα ὅτι, ἡ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου καὶ πρὸς τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς της χρονολογεῖται ἀπὸ τὶς πρῶτες ὧρες ζωῆς τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ λόγος, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἡ πρωτοχριστιανικὴ τιμὴ πρὸς τὴ Θεοτόκο δὲν ὁδήγησε σὲ ἄμεση θεσμοθέτηση θεομητορικῶν ἑορτῶν, ὑπῆρξε ὁ ἐνδοιασμὸς τῆς Ἐκκλησίας μήπως ἡ ἑορτολογικὴ τιμὴ πρὸς τὰ γεγονότα ζωῆς τῆς Θεοτόκου ἀποτελέσει σημεῖο συγχύσεως μὲ εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς μητρικῶν θεοτήτων. Ἄλλωστε, τὰ γεγονότα τοῦ Πάθους, τῆς Ἀναστάσεως, τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, καθὼς καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπετέλεσαν τὸ μόνο ἑορτολογικὸ σύνολο, τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐθεώρησε ὡς ἐπιβεβλημένο νὰ ὑφίσταται· πολὺ σύντομα προσετέθησαν καὶ οἱ ἑορτὲς τῶν Μαρτύρων.


Στὴ γένεση τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν ἴσχυσε ὁ ἑορτολογικὸς κανόνας θεσμοθετήσεως μιᾶς ἑορτῆς σὲ συνέχεια μνήμης ἐγκαινίων συναφοῦς ναοῦ. Ὁ κανόνας αὐτὸς ἴσχυσε σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν μαριολογικῶν αἱρέσεων. Γι᾿αὐτὸ οἱ θεομητορικὲς ἑορτὲς θεσμοθετοῦνται μετὰ τὸν 5ο αἰ., ὅταν δηλαδὴ ἀποκρυσταλλώνεται τὸ περὶ Θεοτόκου ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ὅταν ἀναπτύσσεται ἡ ναοδομία πέριξ τῶν ἱερῶν προσκυνημάτων. Καὶ πάλι, ὅμως, ἡ θεσμοθέτηση τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν σταδιακῶς μεταξὺ τοῦ 5ου καὶ 7ου αἰ. (τουλάχιστον γιὰ τὴν Ἀνατολὴ) δὲν ἐσήμανε τὴν αὐτόματη καὶ καθολικὴ διάδοσή τους στὸν χριστιανικὸ κόσμο.


Οἱ συγγραφεῖς τῶν θεομητορικῶν Ἐγκωμίων χρησιμοποιοῦν τὴν ἀπόκρυφη γραμματεία ὡς πηγὴ τῶν γεγονότων τῆς ἑορτῆς. Ἡ χρησιμοποίηση αὐτὴ συνιστᾶ ταυτοχρόνως ἀποδοχὴ τῆς συγκεκριμένης ἀπόκρυφης παραδόσεως, ἑπομένως πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἐπικύρωση τῆς ὀρθότητας τῶν ἀπόκρυφων πληροφοριῶν. Στὶς ὁμιλίες, τοὺς Λόγους καὶ τὰ Ἐγκώμια πρὸς τὴ Θεοτόκο ἐπενεργεῖ ἕνα «ἐκκλησιαστικὸ κριτήριο», μὲ βάση τὸ ὁποῖο διακρίνεται τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ πλασματικὸ στοιχεῖο. ἡ Θεομητορικὴ ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία πραγματώνει μία «ὀρθόδοξη ἑρμηνεία» τῆς ἀπόκρυφης περὶ Θεοτόκου παραδόσεως.


Ὅλα ὅσα ἐπισημαίνει μία ἑορτολογικὴ θεομητορικὴ μελέτη ἀποτελοῦν τὸ πηγαῖο ὑλικὸ, τὸ ὁποῖο διεμόρφωσε τὰ Μηνολόγια καὶ τὴν ὑμνολογία ἑκάστης θεομητορικῆς ἑορτῆς. Τὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο, ἄλλωστε, καὶ ἡ ἐπιτέλεση τῆς πανηγύρεως συνιστοῦν δύο ἀλληλένδετα μεγέθη. Ἡ ἔννοια τῆς ἑορτῆς, ὡς ἀνάπτυξη τῆς θεολογίας της, καὶ ἡ ἐπιτέλεσή της εὑρίσκονται σὲ θαυμαστὴ συνάφεια. Ἡ μελέτη τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν ἐνισχύει τὴν προτροπὴ τοῦ Ἰωάννου Εὐβοίας (8ος αἰ.): Δεῖ οὖν ἐν ταῖς θείαις καὶ μεγάλαις ἑορταῖς καὶ τὰς τῆς Θεοτόκου τῆς ἐλπίδος ἡμῶν πανηγυρίζειν
(127). Ὁ πανηγυρισμὸς τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ γεγονὸς πνευματικοῦ ἀναβαπτισμοῦ, ὑπὸ τὴν ἔννοια μιᾶς πορείας πρὸς τὰ ἔσχατα, πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


1. Μοδέστου Ἱεροσολύμων, Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, Α΄, PG 86, 3277Β.

2. Μτ. 1, 18ἑξ./ Μκ. 3, 31-35/ Λκ. 1, 26 καὶ 39ἑξ. · 2, 1ἑξ. · 2, 33-35 καὶ 48-52/ Ἰω. 2, 1-12 · 19, 25-27/ Πρ. 1, 14. Ὁ μοναχὸς Ἐπιφάνιος (11ος αἰ.) σημειώνει τὰ ἀκόλουθα περὶ τῆς ἐλλείψεως θεομητορικῶν πληροφοριῶν στὰ Εὐαγγέλια: Οἱ δὲ ἅγιοι ἀπόστολοι περὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου τὴν σπουδὴν ἐποιήσαντο· καὶ εἰς τὰς τούτου πράξεις ἐσχόλασαν. Περὶ ταύτης δὲ (τῆς Θεοτόκου) ὀλίγα τινὰ εἰπόντες, εὐθέως παρέδραμον· οὕτω τοῦ Πνεύματος οἰκονομήσαντος (Περὶ τοῦ βίου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, α΄, PG 120, 185Α).

3. Πρβλ. Δ.Μωραΐτη, «Θεομητορικαὶ ἑορταὶ», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 6, 1965, στ.274.

4. Ὁ τίτλος στὸ ἐν λόγῳ ἀπόκρυφο κείμενο δόθηκε ἀπὸ τὸ Γάλλο ἀνατολιστὴ G.Postel (1506- 1581), ὁ ὁποῖος ἔφερε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Δύση τὸ ἐν λόγῳ ἀπόκρυφο κείμενο καὶ τὸ μετέφρασε στὴ Λατινική. Ἕως τότε, τὸ Πρωτευαγγέλιο ἐφέρετο ὑπὸ ποικίλους τίτλους («Γέννησις Μαρίας τῆς Ἁγίας Θεοτόκου καὶ ὑπερενδόξου Μητρὸς Ἰησοῦ Χριστοῦ/ «Τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων τοῦ ἀδελφοθέου εἰς τὴν γέννησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας»/ «Ἱστορία τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου εἰς τὴν γέννησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου») [βλ. Ἰ.Ε. Ἀναστασίου, Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1959, σσ. 12-14].
Τὸ κείμενο ἐξέδωσε ὁ C.Tischendorf (Evangelia Apocrypha, Lipsiae, 18762). Περὶ τοῦ Πρωτευαγγελίου ὡς κειμένου, τὸ ὁποῖο ἐπηρέασε τὴ διαμόρφωση τῆς περὶ τῆς Θεοτόκου εὐσέβειας, βλ. E.Cothenet, «Le Protévangile de Jacques comme premier témoin de la pieté mariale populaire», στὸν τόμο Liturgie, Spiritualité, Cultures (Conférences Saint–Serge XXIXe Semaine d’études liturgiaues), Roma, Edizioni Liturgicae,1983, σσ. 63-80 (Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», «Subsidia»)/ E. Amman, Le Protévangile de Jacques et ses remaniements latins, Paris 1910, σσ. 40-42/ P.A.Van Stempvoort, «The Protoevangelium Jacobi, the Sources of its Theme and Style and their Bearing on its Date», Studia Evangelica, τόμ. ΙΙΙ, Berlin 1914, σσ. 410-426.

5. Ἐγὼ δὲ Ἰάκωβος ὁ γράψας τὴν ἱστορίαν ταύτην ἐν Ἱερουσαλήμ, θορύβου γενομένου, ὅτε ἐτελεύτησεν Ἡρώδης, συνέστειλα ἑμαυτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἕως κατέπαυσεν ὁ θόρυβος ἐν Ἱερουσαλήμ, δοξάζον τὸν δεσπότην Θεὸν τὸν δόντα μοι τὴν δωρεὰν καὶ τὴν σοφίαν τοῦ γράψαι τὴν ἱστορίαν ταύτην (C.Tischendorf, Apocrypha, σσ. 49-50).

6. Ὁ Ὠριγένης ἀναφέρεται σὲ «βίβλο τοῦ Ἰακώβου» (Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, PG 13, 876C–877A).

7. Βλ. Ἰ.Ε. Ἀναστασίου, Τὰ Εἰσόδια…, σσ. 15-16.

8. Ἔκδ. C.Tischendorf, Apocrypha. Ὁ Tischendorf τὸ ἐκδίδει ὑπὸ τὸν τίτλο «Incipit liber de ortu Beatae Mariae et Infanta Salvatoris a beato Mattaeo Evangelista Hebraice scriptus et a beato Hieronymo presbytero in Latinum translatus». Ἡ πληροφορία αὐτὴ ὑποδηλώνει ὅτι τὸ πρωτότυπο δὲν ἦταν λατινικό.

9. Μ.Σιώτη, Ἡ ἐμφάνισις τῆς λατρείας τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ ἐπὶ τῆς κοιμήσεως ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις, Θεσσαλονίκη 1950, σ.5.

10. Ὅπως σημειώνει ὁ Β.Στεφανίδης, ἡ πρωτοχριστιανικὴ (ἀλλὰ καὶ ἡ μεταγενέστερη) τιμὴ πρὸς τὴ Θεοτόκο ἐπήγαζε ἀπὸ δύο παραμέτρους: τὴν προσωπική της ἁγιότητα καὶ τὴ συμμετοχή της στὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Κυρίου (Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθῆναι, Ἀστήρ, 19703, σ. 316).

11. Ἡ ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων τιμὴ πρὸς τὰ γεγονὸτα τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου μελετήθηκε ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν F.Manns, «Une ancienne tradition sur la jeunesse de Marie», Essai sur le Judéo-Christianisme, Jérusalem 1977, σσ. 106-114.

12. Ἱερ. 7, 17 · 51, 15ἑξ.

13. Κολλυριδιανοί, οἱ εἰς τὸ ὄνομα τῆς αὐτῆς μαρίας ἐν ἡμέρᾳ τινὶ τοῦ ἔτους ἀποτεταγμένη κολλυρίδα τινὰ προσφέροντες, οἷς ἐπεθέμεθα ὄνομα τῇ πράξει αὐτῶν ἀκόλουθον, Κολλυριδιανοὺς ὀνομάσαντες [Πανάριον, Γ΄, οθ΄, Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων 76, 1998, σ. 401(9-12)].

14. Ἀντιδικομαριαμῖται, οἱ τὴν ἁγίαν Μαρίαν τὴν ἀειπάρθενον μετὰ τὸ τὸν Σωτῆρα γεγεννηκέναι τῷ Ἰωσὴφ συνῆφθαι λέγοντες [Πανάριον, Γ΄, οθ΄, Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων 76, 1998, σ. 401(6-7)].

15. Ἤδη σὲ ἑλληνικὸ πάπυρο τοῦ 3ου αἰ. καταχωρίζεται προσευχὴ μὲ μνεία μεσιτείας τῆς «ἁγίας Μαρίας τῆς Παρθένου», τὴν ὁποία ἐξέδωσε ὁ F.Mercenier («La plus ancien prière à la Sainte Vierge», Questions liturgiques, 25 (1940), σσ. 33-36). Πρόκειται, μᾶλλον, περὶ μιᾶς ἀρχαιότατης μαρτυρίας ἐντάξεως τῆς Θεοτόκου στὴ Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας (περὶ τοῦ τελευταίου αὐτοῦ θέματος, βλ. J.Ledit, Marie dans la Liturgie de Byzance, Paris, Beauchesne, 1976, σ.84). Τεράστια ἔκπληξη, πάντως, προκαλεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ἔργο ἀνώνυμου συγγραφέα τοῦ 10ου αἰ. ὑπὸ τὸν τίτλο «Expositio officiorum ecclesiasticorum» μαρτυρεῖται θεομητορικὴ ἑορτὴ κατὰ τὸν 5ο αἰ. ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, ἡ ὁποία μάλιστα ἴσχυε στὴ νεστοριανικὴ Ἐκκλησία (!) (τὴν ἐξέδωσε καὶ μετέφρασε ὁ Dom Connolly στὴ σειρὰ Corpus Scriptorum Orientalium Christianorum, scriptores syriaci, τόμ. 92, σσ. 116ἑξ.).

16. Πρβλ. Π.Νέλλα, Ἡ Θεομήτωρ (τρεῖς θεομητορικὲς ὁμιλίες), ἔκδοση τῶν θεομητορικῶν ὁμιλιῶν τοῦ Ν.Καβάσιλα, Ἀθῆναι, Ἵδρυμα Εὐαγγελιστρίας Τήνου, 1968, σ. 27, σημ.1.

17. Ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Αἰθερία δὲν ἀναφέρει στὸ Ὁδοιπορικό της ἑορτὴ στὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. Θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι παρόμοια ἑορτὴ δὲν ὑφίστατο ἀκόμα· ἐπισημαίνεται, ὅμως, ὅτι στὴ διήγηση τῆς Αἰθερίας- ὅπως διασώθηκε ἕως σήμερα- ἐλλείπει τὸ πρὸ τῶν Χριστουγέννων τμῆμα τῶν ἀκολουθιῶν, ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἱεροσολυμιτικὴ θεομητορικὴ ἑορτὴ [αὐτὸ ἐπισημαίνουν τόσο ὁ M.Jugie («La première fête mariale en Orient et en Occident», Echos d’Orient 22, 1923, σ. 142), ὅσο καὶ ὁ B.Capelle («La Fête de la Vierge à Jérusalem», Le Muséon 56, I-IV, 1943, σ.1)].
Ὁ M.Jugie ὑπεστήριξε τὴν ὕπαρξη μιᾶς ἑορτῆς «μνήμης τῆς Θεοτόκου» τὴν Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων στὴν ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, χρονολογώντας τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἤδη πρὶν ἀπὸ τὴ Γ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο («La première fête mariale…», σσ. 129-152). Πρὸς ἐπίρρωση τῶν ἀπόψεών του, ὁ Jugie ἐπικαλέστηκε κάποιες Ὁμιλίες ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, στὶς ὁποῖες ὁ ὕμνος πρὸς τὴ Θεοτόκο συσχετιζόταν μὲ τὴ Βηθλεέμ, τὴ φάτνη καὶ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου. Ἀργότερα, ὁ ἴδιος ὁ Jugie ἀνήρεσε ἐν μέρει τὶς ἀπόψεις του, ἐπισημαίνοντας ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἑορτὴ ἴσχυε μόνο γιὰ τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ Συρία, γιὰ δὲ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Μ.Ἀσία ἡ ἑορτὴ ὑφίστατο στὶς 26 Δεκεμβρίου («La fête de la Dormition et de l’Assomption de la Sainte Vierge en Orient et en Occident», L’année théologique 4, 1943, σσ. 11-42). Αὐτὴ ἡ ἐπισήμανση ἀποκαλύπτει τὶς πηγὲς τῆς ἑορτῆς τῆς «Συνάξεως τῆς Θεοτόκου» στὶς 26 Δεκεμβρίου (βλ. σχετικῶς, Ἀ. Σπουρλάκου- Εὐτυχιάδου, Ἡ Παναγία τύπος χριστιανικῆς ἁγιότητος, Ἀθῆναι 1990, σσ. 63, σημ.3, καὶ 64).
Ὁ B.Capelle, ὅμως, θεώρησε ἀνεπαρκὴ τὴν αἰτιολόγηση τοῦ M.Jugie, ἔδωσε ἐντελῶς διαφορετικὴ ἑρμηνεία σὲ κείμενα, στὰ ὁποῖα στηριζόταν τὸ σκεπτικὸ τοῦ Jugie καὶ ἔστρεψε τὴν προσοχὴ τῆς ἔρευνας πρὸς μία θεομητορικὴ ἑορτὴ στὶς 15 Αὐγούστου («La Fête de la Vierge…», σσ. 1-33). Τὰ συμπεράσματα τοῦ Capelle ἀκολούθησαν οἱ A.Raes («Aux origines de la fête de l’Assomption en Orient», Orientalia Christiana Periodica 12, 1946, σσ. 262-274) καὶ B.Botte («Le lectionnaire arménien et la fête de la Theotokos à Jérusalem au Ve siècle», Sacris Erudiri 2, 1949, σσ. 112–122).

18. Πρβλ. Μ.Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ.1.

19. Ὁ Δ.Μωραΐτης ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὅτι, περὶ τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν μποροῦμε νὰ ἀναφερόμαστε μὲ βεβαιότητα μετὰ ἀπὸ τὴ Δ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο («Θεομητορικαὶ ἑορταὶ»…, στ. 274).

20. A.G.Martimort, L’Eglise en prière, t.IV, Paris, Desclée, 1983, σ. 146.

21. Ἡ πιθανότητα ὑπάρξεως ναοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου κατὰ τὸν τρίτο αἰ. εἶναι μᾶλλον ἀμυδρά. Περὶ τοῦ θέματος τῶν πρώτων θεομητορικῶν ναῶν καὶ τῶν πρώτων ἀπεικονίσεων τῆς Θεοτόκου, βλ. Μ.Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σσ. 10-11.

22. Μηναῖο τοῦ Δεκεμβρίου, Ἀθῆναι, Ἀποστολικὴ Διακονία, 1963, σ.66.

23. Βλ. Περισσότερα ἐν M.Jugie, «Homélies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 16(3), 1921, σ. 483.

24. Ἰ.Καλογήρου, «Μαρία», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, 8, 1966, στ.664.

25. PG 96, 1459C- 1500B.

26. Στὸ Γεώργιο Νικομηδείας ἀποδίδονται τρεῖς Λόγοι: Εἰς τὸν χρηματισμὸν τῆς συλλήψεως τῆς ἁγίας Ἄννης (PG 100, 1336Α- 1353Β)/ Ἐγκώμιον εἰς τὴν Σύλληψιν τῆς ἁγίας Ἄννης, τῆς μητρὸς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου (PG 100, 1353B-1375C)/ Λόγος εἰς τὴν Σύλληψιν καὶ ἀπότεξιν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας (PG 100, 1375C- 1400B). Ὁ τελευταῖος Λόγος ἀναφέρεται ταυτοχρόνως στὴ Σύλληψη καὶ τὴ Γέννηση, ἐπιβεβαιώνοντας τοιουτοτρόπως τὴν ἄμεση συνάφεια τῶν δύο ἑορταζομένων γεγονότων.

27. Λόγος εἰς τὴν σύλληψιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐκλεγεὶς ἀπὸ τῶν Θείων Γραφῶν καὶ περὶ τοῦ ἐν ἱστορίαις τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ (PG 127, 544D-568A). Ὁ Ἰάκωβος προσθέτει τὴν πληροφορία ὅτι ἡ Ἄννα ἔφθασε ἕως τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴν ἀτεκνία της.

28. Περὶ τοῦ βίου τῆς Θεοτόκου, γ΄, PG 120, 189C-192A.

29. Ἐγκώμιον εἰς τὴν σύλληψιν τῆς ἁγίας Ἄννης, 7, ἔκδ. M.Jugie, «Homelies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 16(3), 1921, σ. 503(26-30).

30. Α΄, 2, Patrologia Orientalis 19(2), 1926, σ. 443(20-24).

31. Ἐπληρώθησαν δὲ οἱ μῆνες αὐτῆς· ἐν δὲ τῷ ἐνάτῳ μηνὶ ἐγέννησεν ἡ Ἄννα. Καὶ εἶπεν τῇ μαίᾳ. Τὶ ἐγέννησα; Ἡ δὲ εἶπεν, Θῆλυ. Καὶ εἶπεν Ἄννα. Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ· καὶ ἀνέκλινεν αὐτήν. Πληρωθεισῶν δὲ τῶν ἡμερῶν ἀπεσμήξατο Ἄννα, καὶ ἔδωκεν μασθὸν τῇ παιδί, καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῆς Μαριὰμ (C.Tischendorf, Apocrypha, σσ. 10-11).

32. Λόγος εἰς τὸ γενέσιον, 6, ἔκδ. P.Voulet, Sources Chrétiennes 80, 1961, σ. 60. Ὁ P.Voulet σημειώνει ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Δαμασκηνοῦ ἐξεφωνήθη προφανῶς στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μᾶλλον ἐγγὺς τοῦ παρὰ τὴν προβατικὴ κολυμβήθρα ναοῦ (σ. 8).

33. Βλ. περισσότερα: A.Raes, «Assomption», σσ. 267-268/ Ἰ.Ἀναστασίου, Εἰσόδια, σ. 44.

34. Βλ. A.G.Martimort, Eglise en prière, IV, σ. 147/ Ἰ.Καλογήρου, «Μαρία», στ. 664.

35. Αὐτὸ τονίζει ὁ Ἰ.Δαμασκηνὸς (Λόγος εἰς τὸ γενέσιον, 1, ὅ.π., σ.9).

36. Ἔκδ.J,Mateos, Le Typicon de la Grande Eglise, t.I, Roma 1962, σ. 18 (Orientalia Christiana Analecta 165).

37. Ἵνα γὰρ ὅλος ὁ κύκλος τοῦ ἐνιαυτοῦ εὐλογηθῇ δι᾿αὐτῆς, ἐτέχθη ἐν τῷ παρόντι μηνί, τῷ πρώτῳ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἐκοιμήθη δὲ ἐν τῷ ὑστάτῳ ὕπνον ἀθανασίας, ἵνα τοὺς μεταξὺ τούτων δέκα μῆνας κυκλοειδῶς παραλαβοῦσα, εὐλογήσῃ διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς καὶ τῆς ζωηφόρου κοιμήσεως [Λόγος εἰς τὸ πάνσεπτον καὶ θεῖον Γενέθλιον τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ἔκδ. M.Jugie, «Homelies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 16(3), 1921, σσ. 528(12)-529(4)].

38. Στεφανίδου, Ἱστορία, σ. 317.

39. Βλ. A.Raes, «Assomption», σ. 268.

40. K.A.Kellner, Heortologie (oder die geschichtliche Entwicklung des Kirchenjahres und der Heilgenfeste), Freibourg i.Br., Herder, 1096, σ. 169. Ὁ Ἀνδρέας Κρήτης συνέγραψε τέσσερις Λόγους περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου: Λόγος Α΄, Ἐγκώμιον εἰς τὸ Γενέθλιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 97, 805A-820D/ Λόγος Β΄, Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου. Μετὰ ἀποδείξεως, ὅτι ἐκ σπέρματος κατάγεται Δαβίδ, PG 97, 820D-844B/ Λόγος Γ΄, Εἰς τὴν Γενέθλιον ἡμέραν τῆς παναμώμου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, καὶ ἀπόδειξις ἐκ Παλαιᾶς ἱστορίας, καὶ διαφόρων μαρτυριῶν, ὅτι ἐκ σπέρματος κατάγεται Δαβίδ, PG 97, 844Β-861Β/ Λόγος Δ΄, Εἰς τὴν ἁγίαν γέννησιν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, PG 97, 861Β-881Β.

41. Βλ. P.Voulet, ὅ.π., σ.8.

42. Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον, 1, ὅ.π., σ.46.

43. Λόγος εἰς τὸ γενέσιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 102, 548C.

44. Ἀγαλλιάσεως ἡμέρα καὶ εὐφροσύνης ἀρχή. Ἀποθώμεθα τὴν κατήφειαν, καὶ τὴν λαμπρότητα περιθώμεθα…Τὶς οὐκ ἀγάλλεται καρδίᾳ; Τὶς οὐκ εὐφραίνεται πνεύματι; Τὶς οὐ μυστικῶς κατατέρπεται; Τὶς οὐ πανηγυρίζει πνευματικῶς, τὴν ἐν τῷ Θεῷ προωρισμένην, καὶ διὰ στομάτων προφητικῶν προηγγελμένην σωτηρίαν, εἰς ἔκβασιν ἄρτι σαφῆ προϊοῦσαν καθορῶν; (Λόγος Α΄ εἰς τὸ γενέσιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 105, 16Α-17Α).

45. Εἰς τὴν ὑπερένδοξον τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου γέννησιν, 18, ἔκδ. Νέλλα, Θεομήτωρ, σ.110.

46. Tischendorf, Apocrypha, σσ. 14-15.

47. Βλ. Ἰ.Ἀναστασίου, Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1959, σ.44.

48. A.G.Martimort, Eglise en prière, IV, σ. 147. Ὁ Martimort στηρίζεται στὴ μαρτυρία τοῦ Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι παρέστη στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ παρέχει περισσότερες πληροφορίες.

49. Καλογήρου, «Μαρία», στ. 664/ Martimort, Eglise en prière, IV, σ. 147/ Ἀναστασίου, Εἰσόδια, σ.46.

50. Τὸ ἴδιο συνέβη μὲ τὴν περίπτωση τῶν ἐγκαινίων τοῦ ἐπὶ τοῦ Παναγίου Τάφου ναοῦ- 13 Σεπτεμβρίου- ἡ ἀνάμνηση τῶν ὁποίων ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὶς 14 Σεπτεμβρίου.

51. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ὑποστηρίζει ὁ S.Vailhé («La fête de la Présentation de Marie au Temple», Echos d’Orient, 5 (1901-1902), σ.223.

52. Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, Α΄, PG 98, 292C.

53. Εἰς τὴν Εἴσοδον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, PG 98, 292C-309B/ Ἐγκώμιον εἰς τὴν ἁγίαν Θεοτόκον· ὅτε προσηνέχθη ἐν τῷ ναῷ εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τριετίζουσα, ὑπὸ τῶν αὐτῆς γονέων, PG 98, 309Β-320Β.

54. Στὴ Δύση οἱ διηγήσεις τῶν Ἀποκρύφων ἀντιμετώπισαν πολὺ μεγαλύτερη ἐπιφυλα-κτικότητα ἀπ᾿ὅ,τι στὴν Ἀνατολή. Αὐτό, ὅμως, ἑρμηνεύει καὶ τὴν ἐπιφυλακτικότητα περὶ τῶν γεγονότων τῶν Εἰσοδίων, μαρτυρουμένων μόνο στὴν ἀπόκρυφη πηγὴ τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου.

55. Βλ. W.E.Coleman, Philippe de Mézières’ compaign for the Feast of Marys’ Presentation, Toronto, Institute of Medieval Studies, 1981, σσ. 1-10.

56. Λόγος εἰς τὰ εἰσόδια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ΙΕ΄, PG 98, 1497C.

57. Λόγος εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ὅτε προσηνέχθη τῷ ναῷ παρὰ τῶν γεννητόρων αὐτῆς, ΙΒ΄, PG 126, 144B-C.

58. Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Γ΄, PG 98, 293D, 305Α.

59. Εἰς τὴν ἐκ στειρωτικῶν λαγόνων προσαγομένην εἰς τὰ Ἅγια ἁγίαν γονήν, τὴν ἀειπάρθενον τοῦ Θεοῦ Μητέρα, PG 107, 13Β.

60. Tischendorf, Apocrypha, σσ. 21-22. Συνεξέταση τῶν δύο πηγῶν γίνεται ἀπὸ τὸν F.Cabrol, «Annonciation (Fête de l’), Dictionnaire d’archéologie Chrétienne et de Liturgie, 1(4), Paris 1907, στ. 2241-2242.

61. Ὁ τίτλος αὐτὸς τῆς ἑορτῆς δὲν εἶναι ὁ μόνος, ἀλλὰ καλεῖται ἐπίσης «ἀγγελισμὸς» καὶ «χαριτισμὸς» (βλ. Ἰ.Φουντούλη, «Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία 5, 1964, στ. 980).

62. Βλ. F.Cabrol, «Annonciation», στ. 2242-2243.

63. Ἰ. Φουντούλξ, «Εὐαγγελισμὸς», στ. 980/ F.Cabrol, «Annonciation», στ. 2245-2247.

64. Βλ. σχετικῶς Martimort, Eglise en prière, IV, σ. 146.

65. Ἔκδ. H.Usener, Der heilige Theodosios, Leipzig 1890, σ. 38.

66. Ὁ M.Jugie προσπάθησε νὰ τὸ ἀποδείξει («Fête mariale», σ. 133).

67. Βλ. Kellner, Heortologie, σ. 169/ Καλογήρου, «Μαρία», στ. 664.

68. A.Baumstark, «Das kirchenjahr in Antiocheia zwischen 512-518», Roemische Quartalschrift 10 (1897), σσ. 31-36.

69. Βλ. «Homélies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 16(3), 1921, σ. 435.

70. Βλ. Cabrol, «Annonciation», στ. 2244/ Φουντούλη, «Εὐαγγελισμὸς», στ. 981.

71. Ἔκδ. M.Jugie, «Homélies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 19(2), 1926, σσ. 336-343.

72. Ἔκδ. M.Jugie, «Homélies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 19(2), 1926, σσ. 318-335.

73. Ἐξαίρετος δὲ τις τῶν ὑμνούντων εἰς αὐτὴν ὁ παρὼν καιρός. Ἐν γὰρ δὴ τούτῳ καὶ πολλαχοῦ αὕτη διαπρεπὴς ἐπιτελεῖται πανήγυρις, πάντως ἐπειδὴ πέπρακταί τι κατὰ τοῦτο μυστήριον τῶν πολλῶν διαφεῦγον τὴν αἴσθησιν (Εἰς τὴν ἁγίαν Μαρίαν τὴν Θεοτόκον, 1, ἐκδ. M.Jugie, «Homélies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 19(2), 1926, σ. 336).

74. Βλ. F.Cabrol, Les Eglises de Jérusalem, la discipline et la liturgie au IVe siécle, Paris 1895, σσ. 122-123.

75. Φουντούλη, «Εὐαγγελισμὸς», στ. 981.

76. Πρβλ. Γ.Α.Ράλλη- Μ.Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, τόμ. Γ΄, Ἀθῆναι 1853, σσ. 218-219.

77. Πρβλ. Ράλλη- Ποτλῆ, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1852, σσ. 427-428.

78. Γι᾿αὐτὸ δὲν θεωροῦνται γνήσιες οἱ περὶ Εὐαγγελισμοῦ Ὁμιλίες ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων προγενέστερων τοῦ 4ου αἰ., ὅπως Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ (3ος αἰ.) καὶ Μ.Ἀθανασίου (4ος αἰ.).

79. Πρβλ. Ἱστορία, σ. 317.

80. Ὁ Jugie θέτει τὴ συγκεκριμένη μαρτυρία τοῦ Ἀβραμίου κυριολεκτικῶς στὸ «μικροσκόπιο» τῆς ἔρευνας («Fête mariales», σ. 130).

81. Ἐν ταύτῃ τοίνυν τῇ ἡμέρᾳ, λέγω δὲ τῇ κε΄ τοῦ κατὰ Ρωμαίους Μαρτίου μηνός, παραλαβοῦσα ἀπὸ τῶν θεοφόρων διδασκάλων ἑορτάζει τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς ἁγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου μαρίας ἡ τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία (PG 92, 488C/ Παρόμοια μαρτυρία ἐν 1001 Α-Β). Περὶ τῆς μαρτυρίας αὐτῆς, βλ. Vaihé, «Αnnonciation», σ. 140/ L.Duchesne, Origines du culte Chrétien, Paris 19084, σ. 278/ M.Aubineau, Les homélis festales d’Hésychius de Jérusalem, vol. I, Bruxelles 1978, σ. 185.

82. «Θεομητορικαὶ ἑοιρταὶ», σσ. 275-276.

83. Πρβλ. «Μαρία», στ. 664.

84. Βλ. «Three Early Byzantine Hymns and their Place in the Liturgy of the Church of Constantinople», Byzantinische Zeitschrift 51(1958), σσ. 53-65.

85. Ἡ ἀρχαιότερη μαρτυρία ἑορτασμοῦ εἶναι ἐπὶ ἐποχῆς τοῦ πάπα Σέργιου (687-701), ὁ ὁποῖος ἦταν συριακῆς καταγωγῆς καὶ κατέγραψε τὸ τελετουργικὸ τῆς ἑορτῆς στὸ Liber Pontificalis (ἔκδ. L.Duchesne, Le Liber Pontificalis, texte, introduction et commentaire, t.I, Paris 1955–57, σσ. 371, 376).

86. Βλ. P.Jounel, Le culte des saints dans les basiliques du Latran au douzième siécle, Rome, Ecole Française de Rome, 1977, σ. 229 (Collection de l’Ecole Française de Rome 26).

87. Sicut a majoribus traditum suscipiens Ecclesiae custodit auctoritas. Octavo enim kalendas Aprilis conceptus, quo et passus (De Trinitate, IV, 5, PL 42, 894). Τὴ μαρτυρία τοῦ Αὐγουστίνου ἀναλύει διεξοδικῶς ὁ Raes («Assomption», σ. 267).

88. Βλ. καὶ R.A.Fletcher, «Celebrations at Jerusalem on March 25th in the Sixth century A.D.», Studia Patristica, vol.V, Berlin 1962, σσ. 30-34 (Texte und Untersuchungen 80).

89. Βλ. περισσότερα περὶ τοῦ σκεπτικοῦ αὐτοῦ ἀπὸ τὸν M.Jugie, «Homélies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 16(3), 1921, σ. 436.

90. Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου, ἐκδ. M.Jugie, «Homélies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 16(3), 1921, σ. 443-444.

91. Βλ. περὶ τῆς θεωρίας αὐτῆς ἐν Cabrol, «Annonciation», στ. 2247-2248.

92. Βλ. Φουντούλη, «Εὐαγγελισμὸς», στ. 981.

93. Λόγος Β΄, Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Παναχράντου καὶ Θεοτόκου Μαρίας, PG 89, 1384Α-Β.

94. Βλ. Π.Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Β΄, Θεσσαλονίκη, Κυρομανός, 1991, σ. 673. Ὡς «Liber transitus Mariae» παρατίθεται ὑπὸ τοῦ J.P.Migne (PG 5, 1231-1240), ἀποδιδόμενο λανθασμένα στὸ Μελίτωνα Σάρδεων (τὸ ἀπέδειξε ὁ M.Jugie, «Homélies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 19(2), 1926, σ. 370). Ὁ P.Voulet- ἐκδότης τῶν θεομητορικῶν Ὁμιλιῶν τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ- ὑποστήριξε ὅτι τὸ συγκεκριμένο κείμενο ἀποτελεῖ σύνοψη τοῦ συνόλου τῶν περὶ Κοιμήσεως ἀποκρύφων διηγήσεων, ποὺ δὲν διεσώθησαν στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση (βλ. Sources Chrétiennes 80, 1961, σ. 26).
Τὰ φιλολογικὰ προβλήματα περὶ τοῦ κειμένου αὐτοῦ δὲν ἔχουν γνωρίσει τὴν πλήρη διαλεύκανση. Εἶναι δύσκολο νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν ἀπολυτότητα τοῦ Dom Cabrol ὅτι τὸ πρωτότυπο εἶναι συριακὸ («Assomption», στ. 2998), ἐφόσον καὶ ἡ ὕπαρξη ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου φαίνεται ὅτι διεκδικεῖ τὴν ἀλήθεια (βλ. P.Voulet, ὅ.π., σ. 27). Συριακὸ ἤ ἑλληνικό, τὸ πρωτότυπο κείμενο χρονολογεῖται περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου- ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ., ἔτυχε δὲ μεταφράσεως στὴν κοπτική, λατινικὴ καὶ ἀραβικὴ γλώσσα, θεωρούμενο ὡς σύνοψη στοιχείων ἀκόμα καὶ τοῦ 2ου αἰ. Μία παραλλαγὴ τοῦ κειμένου ἀποδίδεται στὸ Μελίτωνα Σάρδεων (†180), στὸ ἔργο του «Κοίμησις Θεοτόκου», τὸ ὁποῖο ὅμως εἶναι νόθο καὶ μεταγενέστερο τοῦ 4ου αἰ. (Σ.Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τόμ.Α΄, Ἀθήνα, Παρουσία, 19973, σ. 263).

95. Ἔκδ. Tischendorf, Apocrypha, σσ. 95-112.

96. Contribution to the apocryphal Literature of the New Testament collected and edited from syriac manuscripts in the British Museum with an english translation and notes, Londres 1865, σσ. 49-51.

97. PG 96, 721C- 753A/ P.Voulet, Sources Chrétiennes 80, 1961, σσ. 122-177.

98. Πρβλ. M.Jugie, La mort et l’assomption de la Vierge, Roma 1944, σ. 92 (Studi e Testi 114).

99. Νέλλα, Θεομήτωρ, σ. 27, σημ. 1.

100. Πρβλ. Cabrol, «Assomption», στ. 2996.

101. Ἡ οἰκία αὐτὴ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὸ «ὑπερῶο» τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (1,13). Βλ. περισσότερα M.J. Lagrance, «La Dormition de la Sainte Vierge et la maison de Jean-Marc», Revue Benedictine 7 (1899), σσ. 589-600.

102. Βλ. σχετικῶς Καλογήρου, «Μαρία», στ. 663/ Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ.14. Περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. ὁ Ἐπιφάνιος Σαλαμίνος οὐδεμία παρόμοια παράδοση γνωρίζει (Κατὰ αἱρέσεων, 78, 11, PG 42, 716B-C. Βλ. καὶ τὶς ἐπισημάνσεις τοῦ Kellner, Heortologie, σ. 172).

103. Ὁ προσκυνητὴς Θεοδόσιος (530) μαρτυρεῖ περὶ ὑπάρξεως ναοῦ πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὴ Γεθσημανὴ [De situ terrae sanctae, 10, ἔκδ. Geyer, Corpus Christianorum, Series Latina 175), σ. 119/ Ὁ Capelle («La Fête de la Vierge», σ. 29, σημ. 61) προσπαθεῖ νὰ ἀξιολογήσει περισσότερο τὴ μαρτυρία αὐτὴ], ὁ δὲ Ἀντώνιος τῆς Πλακεντίας (570) ὅτι ἐντὸς τοῦ συγκεκριμένου ναοῦ ὑπῆρχε ὁ τάφος τῆς Θεοτόκου [ἔκδ. J.Tobler, Itinera et descriptiones Terrae sanctae, t.I, Iena 1877, σ. 100. Ὁ Raes, ὅμως, θεωρεῖ ὅτι ὁ μαρτυρούμενος ναὸς καὶ ὁ τάφος δὲν εὑρίσκονταν στὸν ἴδιο τόπο («Assomption», σ. 264)].

104. Οἱ μαρτυρίες αὐτὲς ἐμπεριέχονται στὴν Ἀνακρεόντιο ποίηση τοῦ Σοφρωνίου (PG 83, 3789Α· 3821Β· 3824Β).

105. Πρόκειται περὶ τῆς ἱεροσολυμιτικῆς λειτουργικῆς τάξεως ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὰ «Ὁδοιπορικὰ» τῶν ἐκ τῆς Δύσεως προερχομένων προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων. Στὸ ἐν λόγῳ breviarium ἐπαναλαμβάνεται ἡ μαρτυρία τῶν «Ὁδοιπορικῶν» ὅτι ibi (στὴ Γεθσημανὴ) est basilica sanctae Mariae, et ibi est sepulchrum eius (ἔκδ. Geyer, Corpus Christianorum, Series Latina 175, σ.155).

106. Σωστὲς εἶναι οἱ ἐπισημάνσεις τῶν F.M.Abel (Jérusalem nouvelle, Paris, Gabalda, 1926, σσ. 816-817) καὶ Μ.Σιώτη (Λατρεία Θεοτόκου, σ. 13).

107. Σύνοψη τῶν ἐρευνῶν αὐτῶν, βλ. στὶς μελέτες τῶν S.Nirschl (Das Grab der heiligen Jungfrau Maria. Eine historische Kritiche Studie, Mainz, Franz Kirchheim, 1896) καὶ B.Baggati [«Nuove scoperte alla tomba della Vergine a Getsemani», Studii Biblici Franciscani, Liber annuus 22 (1971), σσ. 236-290]. Τὶς θέσεις τοῦ Nirschl σχολιάζει ὁ Kellner (Heortologie, σ. 172, σημ.2).

108. Τὴ θέση αὐτὴ προέβαλε μία αὐγουστινιανὴ μοναχὴ τοῦ ἀββαείου Agnetenberg τῆς Βεσταφαλίας, ἡ Anna Catherine Emmerich (†1824), ἡ ὁποία διετείνετο ὅτι εἶχε ἐπὶ τοῦ θέματος «ὁραματικὴ ἀποκάλυψη» (οἱ «ἀποκαλύψεις» της ἐξεδόθησαν ἀπὸ τὸ ἀββαεῖο της στὸ ἔργο Vie de Saint Vierge d’après les méditations d’A.C.Emmerich, γαλλικὴ μετάφραση τοῦ H.Cazalès, Paris 1931, ἰδιαιτέρως οἱ σελ. 380-381).

109. Κυριότερος ἐπρόσωπος τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ὑπῆρξε ὁ M.P.Wegener (Wo ist des Grab der Jungfrau Μaria? Eine alte Frage neu untersucht zu Ehren der hehren Grottesmutter, Würzburg 1895).

110. Τὰ ἀναλυτικότερα συμπεράσματα τῆς Emmerich δημοσιεύτηκαν μετὰ τὸ θάνατό της (βλ. E.C.Emmerich, Panagia- Capouli ou maison de la Sainte Vierge près d’Ephése, Paris, Oudin, 1896). Σχετικὴ ἀναφορὰ γίνεται στὴ νεοσύστατη, τότε, Revue Biblique [1, (1892), σ. 463], γεγονὸς τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖ τὸ ἐρευνητικὸ ἐνδιαφέρον περὶ τῶν ἀπόψεων τῆς Emmerich.

111. Δὲν ὑπάρχει βεβαιότητα περὶ ἀφιερώσεως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ στὴν παρθένο Μαρία ἤ σὲ ὁμώνυμη ἁγία (βλ. Στεφανίδου, Ἱστορία, σ. 316). Εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ἐπὶ τοῦ θέματος ἀσάφειας τὸ γεγονὸς ὅτι, ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας προσφωνῶν τὰ μέλη τῆς Γ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφέρεται σὲ ναὸ πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου (Χαίροις τύνοιν παρ᾿ἡμῶν ἁγία μυστικὴ Τριάς, ἡ τούτους ἡμᾶς πάντας συγκαλεσαμένη ἐπὶ τήνδε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Θεοτόκου Μαρίας, PG 77, 992Α-Β), ἐνῶ ὁ τίτλος τῆς προσφωνήσεώς του ἀναφέρεται σὲ ναὸ τῆς ἁγίας Μαρίας (Ὁμιλία Δ΄, Ἐν Ἐφέσῳ λεχθεῖσα πρὸς Νεστόριον, ἡνίκα κατῆλθον οἱ ἑπτὰ πρὸς τὴν ἁγίαν Μαρίαν, PG 77 , 992A).

112. Βλ. τὶς παρατηρήσεις τοῦ J.T.Milik, «Epigraphie et topographie palestinienne», Revue Biblique 67 (1960), σσ. 571-572. Ἡ ἐν λόγῳ τοποθεσία ἐκίνησε τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀρχαιολόγων [βλ. τὶς μελέτες τῶν Von Riess («Kathisma palaion», Zeitschrift für deutche Palästina-Verein 12, 1889, σσ. 17-23), G.Klameth (Die neutestamentlichen Lokaltraditionen Palästinas in der Zeit vor den Kreuzzüngen, I, Münster, Aschendorff, 1914) καὶ F.M.Abel (Bethléem, Paris Gabalda, 1914).

113. Πρωτευαγγέλιο, 17, 2-3: σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση αὐτή, ἡ Θεοτόκος, καθ᾿ὁδὸν πρὸς τὴ Βηθλεὲμ καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ νὰ κατέλθει ἐκ τῆς ὄνου στὸ συγκεκριμένο σημεῖο γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Βλ. περισσότερα στὶς μελέτες τῶν E.de Strycker (La Forme la plus ancienne de Protévangile de Jacques, Bruxelles 1961, σσ. 142-145), Capelle («Fête de la Vierge», σ.21) καὶ Martimort (Eglise en prière, IV, σ. 147).
Τὴν παράδοση αὐτὴ ἐπιβεβαιώνει τὸ 530 ὁ προσκυνητὴς Θεοδόσιος (De situ terrae sanctae, ἔκδ. Geyer, Corpus Christianorum, Series Latina 175, σ.124), φαίνεται δὲ ὅτι ἦταν κυρίαρχη σὲ σχέση μὲ ἄλλη, περὶ παραμονῆς ἐπ᾿ὀλίγον τῆς Θεοτόκου στὸ συγκεκριμένο τόπο κατὰ τὴ φυγὴ πρὸς τὴν Αἴγυπτο (βλ. σχετικῶς: Klameth, Die neutestamentlichen Lokaltraditionen, σσ. 60-61). Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ πληροφορία τοῦ Raes ὅτι, στὸ ἐν λόγῳ «Κάθισμα» ἡ Ραχὴλ ἐγέννησε τὸν Βενιαμὶν καὶ ἀπέθανε ἐκεῖ («Assomption», σ. 262).

114. Πρβλ. E.Schwartz, Kyrillos von Skythopolis, Leipzig 1939, σ. 236 (20). Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία αὐτή, ὁ ναὸς ἀνοικοδομήθηκε ἀπὸ μία Ρωμαία προσκυνήτρια εὐγενοῦς καταγωγῆς, τὴν Ἰκελία (ἤ Ἰκηλία) κατὰ τοὺς χρόνους πατριαρχείας τοῦ Ἰουβενάλιου Ἱεροσολύμων (417-458).

115. Βίος Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, ἔκδ. Usener, Theodosios, σ. 58.

116. A.Baumstark, Liturgie comparée, Chèvetogne 1939, σ. 202. Βλ. τοῦ ἰδίου, Festbrevier und Kirchenjahr der syrischen Jakobiter, Paderborn 1910, σσ. 216ἑξ. Τὴν ἄποψη περὶ 13ης Αὐγούστου υἱοθετεῖ καὶ ὁ Ἰ.Φουντούλης («Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἑορτὴ», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, 7, 1965, στ. 705). Εἶναι ἀπορίας ἄξιο τὸ γεγονὸς ὅτι, ὁ O.Faller θεωρεῖ τὴν ἑορτὴ τοῦ «Καθίσματος» ὡς ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου [De priorum saeculum silentio circa Assumptionem B.Mariae Virginis, Romae 1946, σσ. 18-20 (Analecta Gregoriana 36)].

117. Στεφανίδου, Ἱστορία, σ. 317. Ἐὰν λάβουμε ὑπόψη τὸ «ἀρμενικὸ λεκτσιονάριο» ἤ «ἐκλογάδιο», τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε σὲ παράρτημα ὁ F.C.Conybeare (Rituale Armenorum, Oxford, Clarendon Press, 1905, σσ. 507-527) καὶ περὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἐκδότης ἰσχυρίζεται ὅτι καταγράφει τὴ λειτουργικὴ πράξη τῶν Ἱεροσολύμων κατὰ τὸν 6ο αἰ., συμπεραίνουμε ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ὑφίστατο ἀκόμα ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, ἀλλὰ ἴσχυε ἡ ἑορτὴ μὲ τὸ γενικὸ θεομητορικὸ περιεχόμενο (ἡ ἑορτὴ τοῦ «καθίσματος»). Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ ἐνισχύεται ἀπὸ τὰ ὑπὸ τοῦ «λεκτσιοναρίου» ἀναφερόμενα περὶ ἑορτῆς τῆς Θεοτόκου στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου πρὸ τοῦ 479 (βλ. σχετικῶς Capelle, «Fête de la Vierge», σσ. 19-20). Τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸν 5ο αἰ. ὑφίσταται ἀκόμα ἡ παλαιὰ ἑορτὴ τοῦ «Καθίσματος» ἐπισημαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν C.Andronicof (Le sens des fêtes, t.I, Paris, Cerf, 1970, σ. 279).

118. Βλ. Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ.11/ Martimort, Eglise en prière, IV, σ. 147.

119. Βλ. Σπουρλάκου- Εὐτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος, σ.64.

120. Πρβλ. A.Wenger, L’Assomption de la T.S.Vierge dans la tradition byzantine du Ve au Xe siècle. Etudes et documents, Paris 1955, σσ. 102–103/ M.Van Esbroeck, «Nouveaux apocryphes de la Dormition en géorgien», Analecta Bollandiana 90 (1970), σσ.363-369. Τὸ «Κανονάριο» εἶναι γεωργιανὴ μετάφραση ἀπολεσθέντος ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου, ἡ ὕπαρξη τοῦ ὁποίου ἦταν ἄγνωστη ἕως τῶν ἀρχῶν τοῦ 20 αἰ. Πρῶτος γνωστοποίησε τὴν ὕπαρξή του ὁ C.Kékélidzé, ὁ ὁποῖος τὸ ἐξέδωσε τὸ 1912 [«Un typikon hiérosolymitain du VIIe siècle», Analecta Bollandiana 31 (1912), σσ. 319-350], γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν δύο διορθωτικὲς ἐπανεξετάσεις τῆς ἀρχικῆς ἐκδόσεως τὸ 1923 ἀπὸ τοὺς H.Goussen καὶ A.Chanidzé.

121. Ἀπὸ τὴν παραλλαγὴ αὐτὴ προφανῶς πηγάζει ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ ναοῦ στὴ Γεθσημανὴ ὡς «εὐκτηρίου τοῦ Μαυρικίου» (Φουντούλη, «Κοίμησις», στ. 705). Ὁ Kékélidzé διορθώνει τὸ γεωργιανὸ πρωτότυπο περὶ «Μαυρικίου» σὲ «Μαρκιανὸ», ἐπειδὴ προφανῶς ἐγνώριζε ὅτι οἱ δύο προαναφερθέντες προσκυνητὲς τῶν ἁγίων Τόπων (ὁ Θεοδόσιος περὶ τὸ 530 καὶ ὁ Ἀντώνιος Πλακεντίας περὶ τὸ 570) μαρτυροῦν περὶ ὑπάρξεως τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἑπομένως ὑπῆρχε πρὸ τοῦ Μαυρικίου (582-602). Εἶναι πιθανὸν ἡ μετατροπὴ τοῦ «Μαρκιανὸς» σὲ «Μαυρίκιος» ὑπὸ τοῦ γεωργιανοῦ πρωτοτύπου νὰ ὀφείλεται στὴν ἐπωνυμία τοῦ Μαρκιανοῦ ὡς «Μαυρικιανοῦ» (βλ. Raes, «Assomption», σ. 264).

122. Kékélidzé, σ. 123. Ὁ I.H.Dalmais συγκρίνει τὴ μαρτυρία αὐτὴ μὲ μεταγενέστερες γεωργιανὲς πηγὲς καὶ καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι, ὁ συγκεκριμένος ἑορτασμὸς δὲν περιοριζόταν κατὰ τὴ 15η Αὐγούστου, ἀλλὰ ἐκτεινόταν μεταξὺ 13ης καὶ 17ης Αὐγούστου («Les Apocryphes de la Dormitipn et l’ancienne liturgie de Jérusalem», Bible et Terre Sainte 179, 1976, σσ. 11-14).

123. Τὴν πληροφορία αὐτὴ παρέχει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος: Τάττει δὲ καὶ Μαυρίκιος τὴν τῆς πανάγνου καὶ θεομήτορος κοίμησιν, κατὰ τὴν πεντεκαιδεκάτην τοῦ Αὐγούστου μηνὸς (Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, 17, 28, PG 147, 292Α-Β).

124. Κοίμησις τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, 1, ἔκδ. M.Jugie, «Homélies mariales byzantines», ἐν P.Graffin, Patrologia Orientalis 19(2), 1926, σ. 376.

125. Λόγος Β΄εἰς τὴν Κοίμησιν, 16, ἔκδ. P.Voulet, Sources Chrétiennes 80, 1961, σ. 162.

126. Λόγος εἰς τὴν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ἔκδ. A.Wenger, «Un nouveau témoin de l’assomption: une Homelie attribuée à Saint Germain de Constantinople», Revue des Etudes Byzantines 16 (1958), σσ. 48-53.

127. Λόγος εἰς τὴν σύλληψιν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, κβ΄, PG 96, 1497Β.