Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Η Εκκλησία ως αυθεντία επί της Αγίας Γραφής.


ΠΗΓΗ.http://exprotestant.blogspot.com
Για να θέσει κανείς υπό αμφισβήτηση οποιαδήποτε παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας με βάση το ότι δεν περιγράφεται στις σελίδες της Καινής Διαθήκης, θα πρέπει πρώτα να υποθέσει ότι η πρώτη Εκκλησία αποδεχόταν το Sola Scriptura. (Η Λατινική αυτή φράση, όπως εξήγησα νωρίτερα, σημαίνει ‘’αποκλειστικά και μόνο με βάση την Αγία Γραφή’’, ένα σύνθημα που οι πρώτοι οπαδοί του Μαρτίνου Λούθηρου χρησιμοποίησαν στην διαμαρτυρία τους ενάντια στη Ρώμη). Αν όμως η πρώτη Εκκλησία δεν συμμεριζόταν το δόγμα αυτό, τότε το γεγονός ότι κάποιες από τις παραδόσεις της δεν περιγράφονται ρητά και δεν επιτάσσονται από τις Γραφές, δεν τις καθιστά αυτομάτως λανθασμένες.
Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε: Τηρούσε η πρώτη Εκκλησία το Sola Scriptura; Και η απάντηση είναι εύκολη: όχι. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος ο απόστολος Παύλος στην προς Θεσσαλονικείς επιστολή του μαρτυρεί ότι η πρώτη Εκκλησία δεν τηρούσε το δόγμα αυτό.
‘’Ημεις δε οφειλομεν ευχαριστειν τω θεω παντοτε περι υμων, αδελφοι ηγαπημενοι υπο Κυριου, οτι ειλετο υμας ο Θεος απ αρχης εις σωτηριαν εν αγιασμω Πνευματος και πιστει αληθειας εις ο εκαλεσεν υμας δια του ευαγγελιου ημων εις περιποιησιν δοξης του Κυριου ημων Ιησου Χριστου. Αρα ουν, αδελφοι, στηκετε, και κρατειτε τας παραδοσεις ας εδιδαχθητε ειτε δια λογου ειτε δι επιστολης ημων’’ (Β Θες/κεις, β 13-15).
Ο απόστολος Παύλος ξεκαθαρίζει λοιπόν ότι υπήρχαν παραδόσεις της Εκκλησίας, που αφορούσαν το δόγμα και τις πρακτικές της, που δεν είχαν γραφεί, προς τις οποίες όμως οι Χριστιανοί ήταν πλήρως δεσμευμένοι. Στο παραπάνω κείμενο, ο άνθρωπος που έγραψε το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών της Καινής Διαθήκης νουθετεί τα πνευματικά του τέκνα να ακολουθούν τις παραδόσεις που τους μετέδωσε ‘’δια λόγου’’, οι οποίες φυσικά δεν ήταν γραμμένες στις επιστολές του. Προφανώς, ο απόστολος Παύλος δεν θεωρούσε ότι για να είναι κάποια παράδοση πνευματικώς αναγκαία, θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι γραμμένη μέσα στις επιστολές των Αποστόλων.
Κατά δεύτερον, γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία λειτουργούσε ως στύλος της αλήθειας (Α Τιμοθέου 3, 15), λατρεύοντας τον Θεό και διδάσκοντας τον λόγο του Χριστού στον κόσμο, πολλά χρόνια πριν γραφτούν τα πρώτα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Οι πρώτες επιστολές του αποστόλου Παύλου γράφτηκαν κοντά στο 50 μ Χ . Αυτό σημαίνει ότι για περίπου 20 χρόνια η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε καθόλου γραπτά καινό- διαθηκικά κείμενα. Προφανώς λοιπόν, δεν ήταν  δυνατόν να τηρηθεί το Sola Scriptura, αφού πολύ απλά δεν υπήρχαν γραπτά κείμενα της Καινής Διαθήκης. Πως λοιπόν κατάφερε η Εκκλησία να επιβιώσει και να διδάξει χωρίς τα θεόπνευστα αυτά κείμενα; Υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος (για το οποίο ο Ιησούς είχε πει ‘’οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν’’, Ιωάν. 16, 13), ακολουθώντας τις παραδόσεις των αγίων Αποστόλων.
Αν λοιπόν αποδεχτεί κανείς ότι η Εκκλησία ήταν ζωντανή πολλά χρόνια προτού γραφούν τα πρώτα κείμενα της Καινής Διαθήκης, αναγνωρίζει ουσιαστικά ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να θεωρεί τις επιστολές των Αποστόλων και τα Ευαγγέλια πλήρεις και αποκλειστικές πραγματείες της Χριστιανικής διδασκαλίας και πρακτικής…Ενώ η Καινή Διαθήκη είναι Θεόπνευστη, αξιόπιστη και πολύτιμη για την Εκκλησία, τα κείμενά της δεν γράφτηκαν για να αποτελέσουν έναν πλήρη θεολογικό οδηγό, όπως θέλουν να πιστεύουν οι Προτεστάντες. Στην πραγματικότητα, είναι προφανές για κάποιον που διαβάζει τις επιστολές των Αποστόλων ότι αναφέρονταν γενικά σε συγκεκριμένα προβλήματα ή ανάγκες που αντιμετώπιζε η Εκκλησία ως σύνολο ή κάποια συγκεκριμένη κοινότητα.