Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΑΛΗΘΕΙΑΣ




 
1.  Το θαύμα της αληθείας
Ο ιερός Φώτιος, υπήρξε στους χρόνους του το εκλεκτό σκεύος του Θεού. Ήταν δηλαδή ο κατ’ εξοχήν γνήσιος φορέας της Παραδόσεως και γι’ αυτό απέβη ο πιο φημισμένος και άρα ο πιο σπουδαίος θεολόγος της εποχής. Το φρόνημά του και η θεολογία του ήσαν έκφραση του είναι της Εκκλησίας και αποτέλεσμα του φωτισμού του αγίου Πνεύματος.
Το γεγονός τούτο, που δεν είναι όσο θα θέλαμε συχνό στην Εκκλησία, έστησε το Φώτιο στις καρδιές των πιστών όλων των αιώνων, τον έκαμε σύμβολο και φάρο της αληθείας.
Είναι ορθή, λοιπόν, η απόφαση της Εκκλησίας να εορτάζει τη μνήμη του με τρόπο εξαιρετικό, ιδιαίτερα τονισμένο.
Έτσι δημιουργείται η δυνατότης να συνειδητοποιήσουμε τις διαστάσεις, το βαθύ νόημα του εορτασμού.
Απόψε και αύριο τιμάμε ιερόν άνδρα της Εκκλησίας, τιμάμε άγιό μας, που διαφέρει από το μεγάλο νέφος των αγίων, των μαρτύρων και των οσίων. Οι τελευταίοι αγίασαν με το μαρτύριο, που θαύμασαν οι πιστοί της εποχής, με τον εξαιρετικά ενάρετο βίο, με τους ασκητικούς αγώνες και τις θεοπτίες τους. Όλ’  αυτά έγινα σημάδια που υπογράμμιζαν την αγιότητά τους, η οποία λειτουργούσε και λειτουργεί στο πνεύμα των πιστών σαν πρότυπο και σαν παρόρμηση, σαν υπόδειγμα και σαν απόδειξη της αληθείας μας.
Οι μάρτυρες και οι άγιοι στη νέα πνευματική πραγματικότητα, στην Εκκλησία δηλαδή, πήραν τη θέση του ήρωα και του προτύπου.
Και τούτο διότι αυτοί κατ’ εξοχήν ενσάρκωναν το ήθος της Εκκλησίας και θυσίασαν γι’ αυτήν τη ζωή τους. Ακόμα περισσότερο, οι άγιοι και οι μάρτυρες συχνά επισφράγιζαν και επισφραγίζουν με το θαύμα την ανωτερότητά τους σε σχέση προς τους άλλους ανθρώπους.
Σε όλες τις εποχές, σε όλους τους τόπους, η Εκκλησία γνώρισε και γνωρίζει άπειρα θαύματα, εκτός από το θαύμα των θαυμάτων, την απανταχού της γης μυριάκις επαναλαμβανόμενη θεία «Ευχαριστία» της. Τα θαύματα των αγίων της δείχνουν πόσο μικρός και μαζί πόσο μεγάλος είναι ο άνθρωπος. Έτσι το θαύμα, σαν κατάφωρη κατάλυση της φυσικής και πνευματικής πραγματικότητος, ζυμώθηκε με τη ζωή της Εκκλησίας και αποτελεί την συγκλονιστική απόδειξη της αγιότητος των αγίων της, τους οποίους επί αιώνες τώρα τιμά καθημερινά.
Ιδού όμως ότι απόψε και αύριο τιμάμε άγιο, που δε μας φέρνει στη μνήμη διωγμούς ρωμαίων και μαρτύριο. Τον ιερό Φώτιο δεν τον τιμάμε για τα πολλά του θαύματα. δεν ξέρουμε αν εθεράπευσε χωλούς και τυφλούς, αν παρηγόρησε τον ανθρώπινο πόνο, αν φανερώθηκε μετά την κοίμησή του σε πιστούς να συμβουλεύσει, να ενισχύσει, να δώσει θάρρος…
Κι ενώ αυτά αληθεύουν, ο Φώτιος και θαυμαστός και μεγάλος είναι. Άρα το θαύμα του βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στην αλήθεια που εξέφρασε στη θεολογία του, στους εκκλησιαστικούς αγώνες του. Δεν έχει θαυματουργικές εικόνες, αλλά έχει θαυματουργή αλήθεια στα έργα του.
Δεν συνήθισε ο πιστός να ζητά παρηγοριά στον άγιο Φώτιο, μα συνήθισε και πρέπει να συνηθίσει να ζητά αλήθεια. Το θαύμα του είναι η αλήθεια του. Αυτή αποτελεί τη μοναδικότητά του, το μεγαλείο του.
Το θαύμα της φανερώσεως της αληθείας, σε μία εποχή είναι θαύμα πιο τρανό από τα συνηθισμένα και προπαντός είναι δυσθεώρητο, πιο δυσνόητο. Οι ανέτοιμοι δεν το συλλαμβάνουν. Όσοι δεν έμαθαν να πονούν για την αλήθεια τουλάχιστον όσο πονούν για το σώμα τους δεν το νοιώθουν.
Και όμως η φανέρωση της αληθείας αποτελεί κατ’ εξοχή επέμβαση στου Θεού στον άνθρωπο. Το άγιον Πνεύμα με τι άκτιστες ενέργειες του διασπά το φράγμα της ανθρώπινης σχετικότητος, παραμερίζει το πέπλο της εγκοσμιότητος, και ικανώνει τον άνθρωπο να θεωρεί, να βιώνει την αλήθεια βαθύτερα, ευρύτερα κι έπειτα να εκφράζει τη φρικτή και θεία τούτη εμπειρία.
Αυτό ακριβώς είναι το θαύμα της αληθείας. Αυτό ακριβώς συνέβη και στον ιερό Φώτιο και γι’ αυτό τον τιμάμε απόψε, όπως η Εκκλησία τον τιμούσε στο παρελθόν και όπως θα τον τιμά εις το μέλλον όσο αυτή θ’ αποτελεί ιστορία.
Πόσο το θαύμα της αληθείας είναι σπουδαίο και πόσο ο διδάσκαλος εις τον οποίο τούτο συντελέσθηκε είναι μέγας, φαίνεται από τούτο το απλό: μπορεί κανείς να σωθεί κι ας μείνει σωματικά χωλός. δεν μπορεί όμως να σωθεί όταν χωλαίνει σοβαρά στην πίστη, όταν χάσει την αλήθεια, όταν δεν έχει την αλήθεια γνήσια, όταν αμφιβάλλει γι’ αυτήν. Κι αυτό διότι σωτηρία, θέωση, μακαριότητα σημαίνει μετοχή στην αλήθεια, στη θεία πραγματικότητα. Η κακοδοξία όμως είναι αυταπάτη, νομίζει πως έχει την αλήθεια, ενώ δεν έχει τίποτα και γι’ αυτό δεν οδηγεί στη σωτηρία.
Ο κατ’ εξοχήν διδάσκαλος της Εκκλησίας, ως γνήσιος εκφραστής της αληθείας, γίνεται συντελεστής της σωτηρίας των ανθρώπων, μετέχει στο έργο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία και γι’ αυτό είναι και θεωρείται άγιος, εκλεκτός, όπως ακριβώς ο άγιος Φώτιος, που έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το 858.
2. Ευρύτερη συνειδητοποίηση της φύσεως της Εκκλησίας.
Ο ιερός αυτός άνδρας έστησε το κακό της κακοδοξίας και η Ανατολική Εκκλησία με τους αγώνες και τη θεολογία του διαφύλαξε τη γνησιότητά της, που σοβαρά κινδύνευσε από τους επισκόπους της Ρώμης και τους θεολόγους των Φράγκων.
Οι πάπες της Ρώμης, εμβολιασμένοι από κοσμικές αντιλήψεις, νόθευαν το γεγονός και το θεσμό της Εκκλησίας. Και τη νοθεία τούτη, την εκκλησιολογική τους αρρώστια, δοκίμασαν με τον πάπα Νικόλαο (858-867) να την μεταφέρουν δυναμικά και στην Ανατολική Εκκλησία.
Όταν η Εκκλησία της Ρώμης ζητούσε πρωτείο εξουσίας, όταν απαιτούσε δικαιοδοσία σε άλλη πατριαρχική Εκκλησία, σήμαινε πως δε ζούσε γνήσια το γεγονός Εκκλησία, πως είχε τραυματίσει το ακήρατο μυστικό σώμα του Χριστού.
Η αντίδραση του Φωτίου, οι σθεναροί και θεολογημένοι αγώνες του, δικαιώθηκαν διότι αποτελούσαν προσπάθεια φανερώσεως της γνήσιας δομής της Εκκλησίας. Με αφορμή τις αντιεκκλησιαστικές αξιώσεις της Ρώμης  έδειχνε ο Φώτιος και υπογράμμιζε τη φύση της Εκκλησίας.
Το νόημα των αγώνων του δεν έγκειται μόνο στο ότι η νεοσύστατη Εκκλησία της Βουλγαρίας δεν υπήχθηκε τελικά στη Ρώμη και στο ότι φάνηκε πως ο πάπας δεν είχε δικαίωμα να επεμβαίνει εξουσιαστικά στο θέμα της Ανατολής, στα θέματα επομένως όλων των τοπικών Εκκλησιών. Το θεμελιώδες είναι ότι πήρε νέες διαστάσεις η θεολογία περί Εκκλησίας, η θεολογία που άρχισε με τον Ιγνάτιο το Θεοφόρο και τώρα ευρύνθηκε με το Φώτιο.
Σε μια τελευταία όσο κι εντυπωσιακή ανάλυση ο Φώτιος εξέφρασε και διέσωσε την έννοια της Τοπικής Εκκλησίας, μάλιστα δε σε σχέση με άλλες τοπικές Εκκλησίες. Το πρωτείο εξουσίας, που απαιτούσε η ρωμαϊκή Εκκλησία, πλήγωνε επικίνδυνα την τοπική Εκκλησία. Ο επίσκοπος της θα μεταβαλλόταν ως ένα σημείο σε όργανο διοικητικό, δηλαδή δεν θα ήταν «εις τόπον Θεού Πατρός», όπως θεολογούσε ο Ιγνάτιος, όπως δεχόταν η Ανατολική Εκκλησία και κατανοούσε ορθά ο Φώτιος.
Την τεράστια σημασία του προβλήματος αντιλαμβάνεται κανείς όταν αναλογισθεί ότι η Εκκλησία έχει δύο θεμελιώδεις πόλους: τον «ευχαριστιακό ρεαλισμό» και τη θεολογία του επισκόπου. Για τους έξω από την Εκκλησία μας οι δύο αυτοί πόλοι –πότε ο ένας, πότε ο άλλος ή και οι δύο μαζί –συχνά σκανδάλιζαν, σκανδαλίζουν και καταπολεμούνται. Ακριβώς διότι ούτε χωρίς πραγματική Ευχαριστία, ούτε χωρίς αληθινό επίσκοπο που την τελεί υπάρχει Εκκλησία.
Στα πλαίσια του ένατου αιώνα, όπως και παλαιότερα, οι πάπες επιχείρησαν τη σμίκρυνση πρακτικά των αληθινών διαστάσεων του επισκόπου. Το έργο του Φωτίου όμως μηδένισε το σχέδιό τους κι έτσι ο επίσκοπος έχει στην Ανατολή τις πνευματικές διαστάσεις, που του δημιούργησε η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός.
3.  Η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος
Το άλλο σκέλος της μεγάλης θεολογικής προσφοράς του Φωτίου βρίσκεται στο πεδίο της Τριαδολογίας και της Πνευματολογίας. Οι φράγκοι θεολόγοι, χωρίς ισχυρά ορθόδοξη παράδοση, και οι ρωμαίοι θεολόγοι, με αμφίβολες θεολογικές προϋποθέσεις, δίδασκαν ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Δίδασκαν το Fillioque που μερικοί από αυτούς και κυρίως οι Φράγκοι τα πρόσθεταν στο σύμβολο της πίστεως.
Η Ανατολική Εκκλησία διαισθανόταν ότι με τη διδασκαλία αυτή νοθευόταν η πίστη στο Θεό Πατέρα, που τον δεχόμεθα μοναδική πηγή των δύο άλλων προσώπων. Συνειδητά η ασυνείδητα δηλαδή με τη νέα αυτή διδασκαλία γίνονται δύο οι πηγές, οι αρχές των προσώπων, ο Πατήρ και ο Υιός. οπότε πρέπει να αμφιβάλει κανείς και για την ενότητα της θεότητος και για την ομοουσιότητα του αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα και τον Υιό.
Το Fillioque λοιπόν δεν ήταν γνήσια θεολογική πρόοδος, αλλά μερική ανατροπή της πίστεως της Εκκλησίας, που ως τότε είχε κατακτηθεί κι εκφρασθεί με δραματικούς αγώνες και φωτισμό του αγίου Πνεύματος.
Τον χαρακτήρα της νεωτεριστικής αυτής δυτικής διδασκαλίας, τη λανθασμένη βάση της και την ανατρεπτικότητά της, κατόρθωσε να καταδείξει θεολογικά ο ιερός Φώτιος. Με τη βοήθεια της Παραδόσεως, τη σύντομη μελέτη και την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος φανέρωσε την αλήθεια κι έτσι φάνηκε καθαρά ότι το Fillioque δε στηρίζεται, δεν είναι πραγματικότης, είναι φανταστική αλήθεια και γι’ αυτό θέτει σε κίνδυνο σοβαρό την ίδια τη σωτηρία εκείνου που την αποδέχεται.
Οι συνέπειες της θεολογίας αυτής στη ζωή και το φρόνημα των πιστών έγιναν γρήγορα σαφείς: μετά τον ένατο αιώνα η ορθόδοξη Εκκλησία έχει σαφέστερη απ’ όσο πριν τη συνείδηση του τρόπου της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος, και είναι απόλυτα σίγουρη πως το Fillioque συνιστά κακοδοξία. Ακόμα και οι δυτικοί έκτοτε προσπαθούν να ερμηνεύουν το Fillioque τους έτσι ώστε να μην νοθεύεται η τριαδολογία. Αυτά οφείλονται στον ιερό Φώτιο, που και γι’ αυτό λειτουργεί στην Εκκλησία ως μεγάλος Πατήρ και Διδάσκαλός της.
4.  Το πρωτείο αληθείας
Εάν η θεώρηση του προσώπου και της θεολογίας του ιερού Φωτίου γίνει με πρίσμα ευρύτερο, που όμως δεν θα παραμορφώνει το πρόσωπο και τη συμβολή του, τότε θα κάνουμε διαπίστωση μεγάλης σημασίας.
Ενώ οι ρωμαίοι επίσκοποι ήσαν αυτοί που γενικά διεκδικούσαν πρωτείο, η Εκκλησία, Ανατολική και Δυτική, αποδέχθηκε τότε άμεσα ή έμμεσα τη θέση και τη θεολογία του Φωτίου. Οι ρωμαίοι επίσκοποι ζητούσαν να επιβληθούν, νομίζοντας πως έχουν ειδική γι’ αυτό εξουσία. Δεν είχαν όμως αλήθεια γνήσια να επιβάλουν γι’ αυτό ούτε κι εξουσία στις άλλες Εκκλησίες. Ο Φώτιος, έχοντας την Παράδοση, προσπάθησε και φανέρωσε την αλήθεια τη σχετική με τα προβλήματα της εποχής. Δε μιλούσε για εξουσία. μοχθούσε για την αλήθεια, που μόνη αυτή εξασφαλίζει τη σωτηρία. Το γεγονός όμως ότι η αλήθεια δόθηκε στο Φώτιο που μοχθούσε, γι’ αυτήν και όχι στους πάπες που ζητούσαν εξουσία, σημαίνει ότι ο Φώτιος είχε πρωτείο και όχι οι πάπες, σημαίνει ότι του Φωτίου και όχι των παπών η άποψη έπρεπε να υιοθετηθεί. οι πιστοί έπρεπε να φρονούν, να ζουν όπως ο Φώτιος. Επομένως στην Εκκλησία ο κανόνας είανι να επιβάλλεται η αλήθεια και αυτός που εκφράζει την αλήθεια.
Τούτο είναι αυτονόητο διότι έσχατο μέτρο και κριτήριο στην Εκκλησία είναι η αλήθεια. Τα προνόμια και τα πρωτεία εξαρτώνται μόνο από την αλήθεια. Γι’ αυτό και άλλου είδους πρωτεία στην Εκκλησία δεν υπάρχουν. Υπάρχει μόνο το πρωτείο της αληθείας, που τον ένατο αιώνα δόθηκε από το Θεό στο πρόσωπο του Φωτίου.
Το πρωτείο της αληθείας, που μπορούμε να το διαπιστώσουμε και να το παρακολουθήσουμε σε όλη την ιστορική πορεία της Εκκλησίας, δε σχετίζεται με τόπο, γιατί το Πνεύμα, όπου θέλει πνει. Δε συμβιβάζεται με αξιώσεις κοσμικές, με διεκδικήσεις προνομίων, διότι ο Θεός αδιαφορεί γι’ αυτά.
Και η Εκκλησία ειδικά σήμερα, που ταλαιπωρείται μεταξύ εκκλησιαστικοφανών σχημάτων, καιρικών παραδοσιακών μορφών, συγχρόνων προβλημάτων και αληθείας, θα κερδίσει στην πνευματική αυτή πάλη ζωής και θανάτου, μόνο εάν ακολουθήσει τα ίχνη του ιερού Φωτίου, εάν δηλαδή ζήσει τη γνήσια Παράδοσή της, εάν θυσιασθεί για τα προβλήματα της εποχής, εάν δείξει απόλυτη εμπιστοσύνη στο φωτιστικό άγιο Πνεύμα. Γένοιτο.
(από το βιβλίο: Η προσωπικότητα και η θεολογία του Μεγάλου Φωτίου. Επίσημοι λόγοι εκφωνηθέντες επί τη ιερά μνήμη του κατά τα έτη 1970-2010, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2011, σσ. 201-207).